Παραδοσιακά τραγούδια

 Έρευνα, μελέτη, καταγραφή: Γιώργος Ηλ. Κέππας

Ιστορικά και γενικά στοιχεία
Τα δημοτικά παραδοσιακά μας τραγούδια είναι ένα είδος της λογοτεχνίας μας, που αναπτύσσεται στην προφορική παράδοση και σε βάθος αιώνων. Το περιεχόμενο των παραδοσιακών τραγουδιών αναφέρεται στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων και τα λαϊκά τους συναισθήματα.
Είναι αστείρευτη πηγή πληροφοριών για την ιστορία του τόπου. Είναι οι ευαισθησίες των απλών ανθρώπων. Είναι τραγούδια αγάπης, έρωτα, πόνου, πίκρας, λαχτάρας, χαράς. Είναι τραγούδια της ξενιτειάς. Είναι τραγούδια της δουλειάς, της διασκέδασης, σατυρικά. Είναι ο καθρέφτης της ανθρώπινης ψυχής.
.
Εκφράζουν τις προσπάθειες και τις ελπίδες της φυλής μας για μια καλύτερη ζωή.
Διηγούνται ιστορικά γεγονότα, πολέμους, σφαγές κατά τη διάρκεια της οθωμανικής σκλαβιάς με τον ξεσηκωμό του Έθνους. Είναι λοιπόν ιστορικά τραγούδια, που εκφράζουν θλιβερά κοινωνικά γεγονότα, που μιλούν για τους αγώνες του Έθνους στα χρόνια της σκλαβιάς, για την ελευθερία. Είναι ακριτικά, είναι μοιρολόγια, είναι τραγούδια θρήνων με αλληγορική τις περισσότερες φορές σημασία.
Είναι δεμένα με τα ήθη και τα έθιμα του Λαού μας. Αναφέρονται στους γάμους, τους αρραβώνες, στα γεννητούρια, στα βαφτίσια, στα νανουρίσματα, και στις θρησκευτικές γιορτές, στην αποκριά, στα Χριστούγεννα, στην Ανάσταση και στις εθνικές γιορτές. Τα δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια ξεκινάνε από πολύ παλιά, από την αρχαιότητα. Αλλά τα τραγούδια της αρχαίας εποχής διαφέρουν από τα πιο πρόσφατα κυρίως στη γλώσσα, ενώ η λαϊκή ψυχή εκφράζεται μέσα από τη λαϊκή ποίηση κατά τον ίδιον τρόπο .
Τα δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια αποτελούν στοιχεία του πολιτισμού του παρελθόντος. Δεν έχουν ένα δημιουργό. Είναι ο ίδιος ο Λαός που τα δημιουργεί. Μπορεί να γράψει ένα άτομο τους στίχους, αλλά ο Λαός το συμπληρώνει, το διαμορφώνει και το διασώζει προφορικά μεταδίδοντάς το από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Ανάλογα με τον τρόπο που μεταφέρθηκαν σε μια περιοχή, το πνευματικό επίπεδο των ανθρώπων και τις συνθήκες που επικρατούν κάθε φορά, σκλαβιά, πόλεμοι , ελευθερία, ευμάρεια ή φτώχεια και ανέχεια στο διάβα των χρόνων υπέστησαν πολλές αλλοιώσεις και προσμίξεις.
Έτσι σήμερα πολλά από όσα σώθηκαν είναι παραλλαγές με πολλές κυρίως γλωσσικές αλλοιώσεις. Αφού όμως πήραν την τελική τους μορφή, δεν επιτρέπεται πλέον καμιά επέμβαση, όπως δυστυχώς έγινε με τα τραγούδια του χωριού μας.
Σήμερα ελάχιστα δημοτικά τραγούδια γράφονται. Τα περισσότερα αναφέρονται στους περασμένους αιώνες. Και ευτυχώς που οι ειδικοί Λαογράφοι και Πολιτιστικά - Λαογραφικά Σωματεία τα συλλέγουν, τα καλλιεργούν και αυτούσια τα μεταδίδουν στις επερχόμενες γενεές.
Ο Γάλλος συγγραφέας Cl. Fauriel έγραψε για τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, «…..Καθ’ όλην την σειράν των αιώνων, τους οποίους δυνάμεθα να θέσουμεν μεταξύ της αρχαίας Ελλάδος και της συγχρόνου, δεν ημπορώ να φαντασθώ ένα διάστημα κατά το οποίον δεν θα υπήρχον δημοτικά τραγούδια…..»
Ο Φώτης Κόντογλου, λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος(1895-1965), πρότυπο πνευματικού ανθρώπου και λάτρης της ελληνικής παράδοσης με τεράστια προσφορά στη Πατρίδα και τη Χριστιανοσύνη είπε για το ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι, «…Το γένος το δικό μας είναι πονεμένο, πιο πονεμένο από όλα τα Έθνη της οικουμένης. Για τούτο, ό,τι κι αν κάνουμε, έχει μέσα του μια μεγάλη σφραγίδα, γιατί με τον πόνο ξεσκεπάζονται στον άνθρωπο τα μεγάλα μυστήρια του κόσμου, αν εκείνος που πονά έχει ανθρωπιά και πίστη. Τα τραγούδια του Λαού μας είναι αγνά αγριολούλουδα, που φυτρώσανε απάνω στις καθαρές και βασανισμένες βραχόπετρες, όπου τις δέρνει ο πόνος και που φεγγοβολάνε σαν διαμάντια στον ήλιο και που ξεπλένονται από καθαρή βροχούλα…»

Τα δημοτικά τραγούδια είναι κυρίως μονοφωνικά. Στις εξαιρέσεις πρέπει να τοποθετήσουμε τα τραγούδια του χωριού μας, που μάλλον θα τα λέγαμε διφωνικά και όχι πολυφωνικά, όπως αυτά της Ηπείρου.
Τα διφωνικά αυτά τραγούδια έχουν ένα είδος αντιφωνίας. Οι χορωδίες είναι χωρισμένες σε δύο ομάδες. Τραγουδάει η μία ομάδα και απαντάει επαναλαμβάνοντας η άλλη. Η διαδικασία εκτέλεσης σχεδόν όλων των τραγουδιών περιέχει το αντιφωνικό είδος. Η πρώτη ομάδα τραγουδάει ένα ή δυό στίχους και τους επαναλαμβάνει η άλλη. Ή τραγουδάει μία τραγουδίστρια και το επαναλαμβάνουν εν χορώ όλες μαζί. Αυτό θυμίζει το διθυραμβικό χορό στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες.
Οι δυο αυτές αντιφωνικές ομάδες αποτελούνται μόνο από γυναίκες. Πολύ σπάνια συμμετέχουν άνδρες. Τα τραγούδια είναι επιτραπέζια ή χορευτικά και τα χόρευαν στην κεντρική πλατεία του χωριού ή στις γειτονιές. Εξ ού και την πλατεία του χωριού την ονόμαζαν στο τοπικό ιδίωμα και «ουρόου» εκ του «χορός».
H απόδοση των τραγουδιών γινόταν χωρίς συμμετοχή μουσικών οργάνων. Ίσως, επειδή παλαιά δεν υπήρχαν μουσικοί και μουσικά όργανα στο χωριό. Αργότερα μερικά τραγούδια τα συνόδευε μουσική με γκάιντα ή ζουρνά, από αυτοδίδακτους οργανοπαίκτες. Από αυτούς θυμούνται οι παλαιότεροι τον Θεόδωρο Κούκα, τον Γιάννη Σιάμη και αργότερα τον Βασίλη Μαζάνη , τον Δημήτρη Λιόντα και τον Ηλία Σίμο. Ελάχιστα από τα τραγούδια χορεύονται. Η γλώσσα τους είναι απλή και λιτή. Το περιεχόμενό τους περιέχει μια αγνότητα και απλοϊκότητα, μια αφέλεια και απονήρευτη σκέψη.
Τα παραδοσιακά τραγούδια που τραγουδούν χορωδίες γυναικών του χωριού μας, μετά από επίμονο ψάξιμο σε λαογραφικά βιβλία του νομού μας και στο διαδίκτυο διαπίστωσα, πως τα περισσότερα από αυτά είναι παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών, που συναντάμε σε πολλές περιοχές της Πατρίδας μας, αλλά κυρίως σε περιοχές του νομού Σερρών. Ήταν μια σκέψη μου στην αρχή να καταγράψω τραγούδια μόνο του χωριού μας, αλλά διαπίστωσα πως ελάχιστα μπορούν να θεωρηθούν αποκλειστικά δικά μας. Έτσι καταγράφω όσα τραγουδιούνται στο χωριό με τις παραλλαγές τους, Έτσι επίσης ο αναγνώστης θα μπορέσει να διακρίνει και τις διαφορές που υπάρχουν στους στίχους. Αν προσέξουμε τη γλώσσα των τραγουδιών, βλέπουμε ότι περιλαμβάνουν πολλές λέξεις του ιδιώματός μας. Εδώ βρίσκεται και η αξία των τραγουδιών αυτών , δηλαδή στη γνήσια λαϊκή έκφραση και τη γλώσσα που μιλούσε ο απλός λαός.
Ο Μορφωτικός Λαογραφικός Όμιλος Βαμβακοφύτου που ξεκίνησε τη δραστηριότητά του πριν από 30 περίπου χρόνια, συγκέντρωσε τον πλούτο των παραδοσιακών μας τραγουδιών, τον παρουσιάζει σε εκδηλώσεις του και αναδεικνύει το μέγεθος της αξίας και της αγνής ομορφιάς και σπουδαιότητας που έχει η λαϊκή μας Παράδοση.
Δυστυχώς, η διάδοση των τραγουδιών μας μερικές φορές γίνεται με σκοπό την ωραιοποίησή τους και από άτομα ανεύθυνα και άσχετα με το είδος. Προβαίνουν σε διορθώσεις ή σε προσθήκες με αποτέλεσμα τη διαστρέβλωση της γνησιότητας των τραγουδιών. Σε σχετική μου παρατήρηση για αλλαγές σε στίχους που έγιναν από μέλη της χορωδίας του Συλλόγου μεταναστών, πήρα την ανόητη απάντηση, ότι δεν μας τιμάει και μας προσβάλλει να λέμε τραγούδια που περιέχουν λέξεις του τοπικού μας ιδιώματος ή άσχημες και κακόηχες λέξεις. Ένα πολύ απλό παράδειγμα στο τραγούδι «Ιωάννης ήτανε κλεφτής» λέει ένας στίχος…τον πιάσανι, τον δέσανι.. αντί… τον πιάσανε, τον δέσανε. Αρκετές αλλαγές έγιναν τα περασμένα χρόνια, ας σταματήσουμε να επεμβαίνουμε συμπληρώνοντας και αφαιρώντας στίχους κατά το «δοκούν». Πρόσφατα μου έλεγε ο Δημήτρης Γ. Κιοσσές, ότι γυναίκες που προ ετών είχαν σχηματίσει ομάδα χορωδίας έφερναν στίχους από ημεροδείκτες και συμπλήρωναν σε τοπικά παραδοσιακά τραγούδια.
Λοιπόν, ας επισημανθεί και τονιστεί για μια ακόμη φορά, οι όψιμοι γλωσσομαθείς να μη διορθώνουν τους στίχους ή τις λέξεις, επειδή απλά δεν τους αρέσουν ή γιατί παραπέμπουν στο ιδίωμα, που το θεωρούν προσβλητικό, να ακούγεται έξω από το χωριό.
Και προσοχή, δεν αλλάζουμε ούτε τον μουσικό ήχο, ούτε το ύφος του τραγουδιού.
Πρέπει να γνωρίζουν όλοι, ότι το τραγούδι μεταδίδεται στις γενιές αυτούσιο, γνήσιο και χωρίς διορθώσεις ή συμπληρώματα. Από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά διατηρούνται και μεταδίδονται τα τοπικά παραδοσιακά μας τραγούδια.
Τα τελευταία χρόνια άρχισε μια καταγραφή τους. Ίσα που προλάβαμε να τα περισώσουμε….Μια επισταμένη, σε βάθος, λεπτομερής και προσεκτική αξιολόγηση των τραγουδιών του χωριού μας δεν την κάναμε μέχρι σήμερα. Μια πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε πριν μερικά χρόνια από τον τότε πρόεδρο του Μορφωτικού Λαογραφικού Ομίλου Βαμβακοφύτου Γιώργο Χρ. Καλίγκα. Επίσης μια αξιόλογη κίνηση έγινε και από το τμήμα της χορωδίας του Συλλόγου Μεταναστών Βαμβακοφύτου Γερμανίας. Εδώ ήμουν υπεύθυνος του τμήματος και με τις κυρίες Αναστασία Τσιντσάρη, Δέντσα-Κιοσσέ Βαρβάρα και Κούνιου-Τσίγκα Σοφία, που αποτελούσαν την τριμερή διοικούσα επιτροπή της Χορωδίας, εργαστήκαμε για την προβολή των παραδοσιακών τραγουδιών μας στο γερμανικό χώρο, μέσα από τις εκδηλώσεις του Συλλόγου μας, αλλά και από τις συμμετοχές μας σε εκδηλώσεις ελληνικών και γερμανικών φορέων.
Τέλος, η παρούσα δουλειά πιστεύω, πως αποτελεί μια σοβαρή γραπτή αποτύπωση πενήντα περίπου παραδοσιακών τραγουδιών, όπως εμφανίζονται στο Βαμβακόφυτο και τραγουδιούνται από το τμήμα χορωδίας γυναικών του ΜΟ.Λ.Ο.Β, ένα δίφωνο γυναικείο σχήμα και με το ιδιαίτερα ξεχωριστό φωνητικό ιδίωμα.
Μια μικρή συνεισφορά στην προβολή και τη συνέχιση της λαϊκής δημοτικής παράδοσης του χωριού μας, είναι και η προσπάθεια μιας καταγραφής που έκανα πριν από μερικά χρόνια και παρουσιάζω επίσης στην ιστοσελίδα και το ιστολόγιό μου στο διαδίκτυο. Είναι μια ενότητα δημοτικών παραδοσιακών τραγουδιών, όπως αυτά τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται στο Βαμβακόφυτο Σιντικής Σερρών.
Και όπως τέλος γράφει και ο αείμνηστος Σερραίος ιστορικός, λαογράφος και ποιητής Γιώργος Καφταντζής "…Τα πιο πολύτιμα μόλις τα προκάναμε στα στόματα των γέρων. Σε λίγο φοβούμαστε, πως ο αφηνιασμένος οδοστρωτήρας του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού, τίποτα πλέον δε θ΄αφήσει όρθιο, από τις πανάρχαιες παραδόσεις του Λαού και το λαογραφικό μας θησαυρό…»
(Τα δημοτικά τραγούδια του νομού Σερρών. Έκδοση Σερραϊκής πολιτι-τικής εταιρίας 1977).

Τα τοπικά παραδοσιακά τραγούδια

ΑΝΟΙΓΩ ΠΟΡΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ

Σχόλιο 1ο
Γαλάζιο το χρώμα του ουρανού , γαλάζιο και της θάλασσας . Χρώμα Ελληνικό σε υπέροχο συνδυασμό με τους άσπρους τοίχους των σπιτιών. Δε θα μπορούσε να διάλεγε άλλο χρώμα το τραγούδι . «Ανοίγω πόρτα γαλάζια, ανοίγω και μπαίνω μέσα , βρίσκω την κόρη να κοιμάται…» Τι όνειρα να βλέπει ; Γιατί τρόμαξε, όταν ξύπνησε ;

Ανοίγω πόρτα γαλάζια,
ανοίγω και μπαίνω μέσα.

Ανοίγω και μπαίνω μέσα,
βρίσκω την κόρη να κοιμάται.

Βρίσκω την κόρη να κοιμάται,
να κοιμάται στο κρεβάτι.

Να κοιμάται στο κρεβάτι,
λογαριές που λογαριάζει.

Λογαριές που λογαριάζει,
ξύπνησε το κοριτσάκι.

Ξύπνησε το κοριτσάκι,
ψιλή λαλίτσα η βγάζει (έβγαλε).

Ψιλή λαλίτσα ι βγάζει (έβγαλε)
κι ακούστ’ ι ως τη Στρατώνα.

Κι ακούστ’ ι ως τη Στρατώνα
κι έτρεξαν μικροί μεγάλοι.

Κι έτρεξαν μικροί μεγάλοι,
έτρεξα κι εγώ καημένος.

Έτρεξα κι εγώ καημένος,
σαν παρα-παραπονεμένος.

(- - - - - - - - -διάβασε σχόλιο 3ο )

Σώπα-σώπα Γερακίνα,
’γω θα μπω και θα σε βγάλω.

’Γω θα μπω και θα σε βγάλω
και στο σπίτι θα σε πάω.

Και στο σπίτι θα σε πάω,
έχω ρούχα να σ’ αλλάξω.

Έχω ρούχα να σ’ αλλάξω,
στρώμα έχω να σε στρώσω.

Στρώμα έχω να σε στρώσω,
πάπλωμα να σε σκεπάσω.

Ίιιιιχουουουου..

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

Σχόλιο 2ο
Ίιιιχουουουου…
Είναι φωνές, τσιριχτά επιφωνήματα, από τους νέους που στέκονται λίγο παραπέρα από την ομάδα των κοριτσιών που τραγουδάνε στις πλατείες και τις γειτονιές. Μόλις τελείωνε το τραγούδι το επιδοκίμαζαν με ένα παρατεταμένο ηχηρό ίχουουουου. Έτσι εξέφραζαν τα ευμενή συναισθήματα ικανοποίησης και αποδοχής του τραγουδιού. Και φυσικά ακολουθούσαν και τα χειροκροτήματα.

Σχόλιο 3ο
Το τραγούδι «Ανοίγω πόρτα γαλάζια» ήταν αρχικώς δέκα δίστιχα και πολύ αργότερα προστέθηκαν τα υπόλοιπα πέντε. Προφανώς έγινε κάποιο μπέρδεμα με το τραγούδι «Γερακίνα», τους στίχους του οποίου παραλλαγμένους φέρνει κάποιος στο χωριό και προστίθενται μερικοί στίχοι άγνωστο για ποιο λόγο στο τραγούδι «Ανοίγω πόρτα γαλάζια», που προϋπήρχε στο χωριό. Ίσως, διότι οι τελευταίοι στίχοι του πρώτου τραγουδιού, δένουν με το νόημα του δευτέρου και τον αριθμό των συλλαβών .

Σχόλιο 4ο

Το τραγούδι αυτό υπάρχει και στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας. Είναι ένας μεγάλος ημιορεινός οικισμός και ένα από τα ιστορικά χωριά του Ν. Καρδίτσας. Βρίσκεται στους πρόποδες των ιστορικών Αγράφων 27 χλμ. βορειοδυτικώς της Καρδίτσας. Στο τέταρτο δίστιχο λέει:

 

Να κοιμάται στο κρεβάτι,
στο κρεβάτι πλαγιασμένη.

Στο κρεβάτι πλαγιασμένη,
λογαριές που λογαριαζει.

Λογαριές που λογαριάζει,
ξύπνησε το κοριτσάκι

 Ξύπνησε το κοριτσάκι,
ψιλή λαλίτσα έβγαλε.

Και εδώ τελειώνει.



ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΤΑΝΕ ΚΛΕΦΤΗΣ
Άλλος τίτλος:
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Ιωάννης ήτανε κλεφτής.
Τρεις φορές τον επιάσανι
και τρεις φορές τους ξέφυγι.
Τέταρτη φορά τον πιάσανι,
τον πιάσανι τον δέσανι,
με αλυσίδες στα χεριά.
Ιωάννα γύρω του γυρνά.
Δος μου Ιωάννα λίγο νερό.
Στάσ΄να χαλάσει ο χορός,
να φύγουνι τα κορίτσια
(και οι γριές στα σπίτια τους).

Σημ. Ο κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

Σχόλιο
Στο τέλος κάθε στίχου ακούγεται ...ίχουουου...

ΧΑΜΑΝ ΝΤΗΛΙ ΑΜΑΝ

Σχόλιο
«….κι αν δε σου κλέψω μια βραδιά απ’ της μαμμάς σου την αγκαλιά....». Το κλέψιμο της ερωτευμένης κόρης από τον αγόρι της συνηθισμένο κείνα τα χρόνια τα παλιά, που η μοίρα της ’ξαρτιότανε από τον κύρη της, δηλαδή τον πατέρα της.

Σ’ αυτό το σπίτι χαμάν ντήλι αμάν
σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό
στο μαρμαρένιο λούλουδο.

Στο μαρμαρένιο χαμάν ντήλι αμάν
στο μαρμαρένιο λούλουδο
κάθεται κόρη και κεντά.
Κάθεται κόρη χαμάν ντήλι αμάν
κάθεται κόρη και κεντά
κι ας είν’, ας είναι κόρη μου

Κι ας είν’, ας είναι χαμάν ντήλι αμάν
Κι ας είν’ ας είναι κόρη μου
Κι αν δε σου κλέψω μια βραδιά

Κι αν δε σου κλέψω χαμάν ντήλι αμάν
κι αν δε σου κλέψω μια βραδιά
απ’ της μαμμάς σου την αγκαλιά.
Απ’ της μαμμάς σου χαμάν ντήλι αμάν
κι απ’ της μαμμάς σου την αγκαλιά
θα σ’ ανεβάσω στα-η- βουνά.

Θα σ’ ανεβάσω χαμάν ντήλι αμάν
θα σ’ ανεβάσω στα –η- βουνά
εκεί στα κρύα τα νερά.
Εκεί στα κρύα χαμάν ντήλι αμάν
εκεί στα κρύα τα νερά
όπου λαλούνε τα πουλιά.

Όπου λαλούνε χαμάν ντήλι αμάν
όπου λαλούνε τα πουλιά
εκεί πετούνε πέρδικές.

ΜΑΡΑΘΗΚΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΑ
Άλλος τίτλος:
Η ΕΛΕΝΙΩ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου

Σχόλιο.
Το τραγούδι αναφέρεται στους αγώνες των Ελλήνων για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης και ιδιαίτερα στην επιστράτευση του 1897 και την κήρυξη του πολέμου τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου
«…Μαράθηκαν τα λούλουδα, μαράθηκαν τα χόρτα μπρος στης Ελενιώς τη πόρτα…..» γιατί και το παλικάρι της πήγε στον πόλεμο και δυστυχώς δεν ξαναγύρισε.

Μαρά...καλέ μαράθηκαν τα λούλουδα,
μαραθήκανε τα χόρτα, μπρος στης Ελενιώς τη πόρτα.
Ο βασιλιάς μαζεύει στρατό, παίρνει τα δεκαοχτώ,
παίρνει τα εικοσιένα μέχρι τα σαρανταένα
(ή παίρνει τα εικοσιένα, όλα τ΄αρραβωνιασμένα).
Μπροστά καλέ, μπροστά τραβάει ο Λοχαγός
κι από πίσω οι φαντάροι, ένα-ένα παλληκάρι.

Πάνε καλέ, πάνε να πολεμήσουνε,
Ήπειρο και Θεσσαλία, Θράκη και Μακεδονία.

Σκοτώ...καλέ, σκοτώσαν ένα Λοχαγό
και κατόπι Δεκανέα, που τον έκλαιγε μια νέα.

Κι η μά...καλέ και η μάννα της τη ρώτησε: (ή την απαντάει)
Τί τον κλαις το Στρατιώτη, αυτόν τον παλιο γραμμώτη. (ή Δραμιώτη)
Κλαίω μάννα, κλαίω,κλαίω τα νιάτα του,
κλαίω και τη λεβεντιά του, που την έχασε γιαμιάς του.

Σημ. Ο κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

ΣΤΡΑΤΟ ΜΑΖΕΥΕΙ Η ΕΛΛΑΣ

Από τη συλλογή του συγγραφέα Γιώργου Μελίκη. Έκδοση 1989.

Στρατό καλέ Στρατό μαζεύει η Ελλάς
από το εικοσιένα μέχρι το σαρανταένα.

Στη Σα..καλέ στη Σαλ΄νίκη το εσύνταξε
την ωραία μας τη πόλη, που μας τη ζηλεύουν όλοι.

Μπροστά καλέ μπροστά παέν΄το πεζικό,
πίσω η καβαλαρία που γκρεμίζει την Τουρκία

Σημ. Ο κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου Σερρών

Σχόλιο 1ο
Με μικρά ιδιωματικά λεξιλογικά στοιχεία το τραγούδι "Μαύρα μάτια" τραγουδιέται στο Βαμβακόφυτο Σιντικής Σερρών από χορωδία γυναικών με δύο ομάδες, η μια δίπλα στην άλλη και σε μικρή απόσταση. Προφανώς, παντρεμένο το ζευγάρι και πιθανόν νιόπαντρο, με τον άντρα να αμφιβάλλει για την αγάπη της γυναίκας. Και ενώ όλη νύχτα την έχει στο κρεβάτι και μάλιστα στη δεξιά του τη πλευρά, νιώθοντας μια αγαλλίαση και έντονη ευτυχία, το πρωί δεν τη βλέπει δίπλα του και τα βάζει με τα ρούχα του για να τον πληροφορήσει το στρώμα, ότι πήγε στη βρύση για νερό, για να ξαλαφρώσει προσωρινά τον καημό του.

Σχόλιο 2ο
Παραλλαγές του τραγουδιού "Μαύρα μάτια" συναντάμε σε περιοχές του νομού Σερρών, χωρίς τα τελευταία πέντε δίστιχα. Προφανώς και πάλι προστέθηκαν, άγνωστο από ποιούς ή ποιόν, από το ρεμπέτικο τραγούδι του Γιώργου Μπάτη που ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1734.
Γυφτοπούλα στο χαμά
κι εγώ πλερώνω ντιρτ, αμάν,
κ.λ.π….κ.λ.π..

Δε μπορώ να καταλάβω,
Τούρκα είσαι για Ρωμιά,

για Εγγλέζα για Φραντζέζα
κι έχεις τόσην εμορφιά.
κ.λ.π…κ.λ.π.

Μαύρα μάτια που 'δα απόψε
στη διξή μου τη μεριά.

Σ'κώνομαι και δεν τα βρίσκω
κι αρχινώ να βλαστημώ.

Με τα ρούχα μου μαλώνω
και το στρώμα μου ρωτώ.

Στρώμα μου πού πα΄ η κυρά μου;
Πάει στη βρύση για νερό.

Βρύση μου μαλαματένια,
πώς βαστάς κρύο νερό;

Έτσ΄βαστώ και 'γω καημένος
της αγάπης τον καημό.

Η καρδιά μου κλειδωμένη,
δεν ανοίγει με κλειδί,

Μόν' ανοίγει με τραγούδια
και με γέλια, με χαρά.

(- - - - - - - - - σχόλιο 2ο )

Δεν μπορώ να καταλάβω,
Τούρκα είσαι για Ρωμιά,

για Εγγλέζα, για Φραντσέζα,
που 'χεις τόσην εμορφιά!

Ώσπου να σε καταλάβω,
θα μι φαν' τα γιατρικά.

Σημ. Το κάθε δίστιχο επαναλαμβάνεται.

Σχόλιο 3ο
Τα 5ο και 6ο δίστιχα τα συναντάμε και στο δημοτικό τραγούδι «Βρύση μου μαλαματένια» της Πελοποννήσου και ιδιαίτερα της Αρκαδίας. Βλέπουμε και εδώ επανάληψη κάθε στίχου.

Ωρε βρύση μου μαλαματένια,
αχ βρύση μου μαλαματένια,
ωρέ πως βαστάς κρύο νερό,
πως βαστάς κρύο νερό.
Ωρε πως βαστώ κι εγώ καημένος
αχ πως βαστώ και εγώ καημένος
της αγάπης τον καημό;
ωωω, της αγάπης τον καημό.
Ωρε, νά ημουν βρύση νά ημουν στέρνα
αχ νά ημουν βρύση νά ημουν στέρνα
ωρε νά ημουν γάργαρο νερό,
ωωω, νά ημουν γάργαρο νερό.
Ωρε να σου πλένω τα χεράκια
αχ, να σου πλένω τα χεράκια
ωρε και τον άσπρο σου λαιμο,
ωωω και τον άσπρο σου λαιμό.

Σχόλιο 4ο
Στη Βέροια παρόμοιο είναι το τραγούδι «Ψες είδα στου όνειρό μου» και στη Νάουσα, το τραγούδι «Ιψές στου όνειρό μου» Το θέμα στα τραγούδια της Βέροιας και Νάουσας είναι επίσης ερωτικό, αλλά άγαμου νέου ή νέας. Στο ένα, όταν ξυπνάει ο νέος, μαλώνει με τα ρούχα του και ρωτά πού είναι τα μαύρα μάτια, ενώ στο δεύτερο ρωτά το στρώμα και τα σκεπάσματά του. Οι ομοιότητες με το δικό μας τραγούδι διακρίνονται στους πρώτους στίχους, ενώ οι άλλοι που ακολουθούν, φαίνεται να ανήκουν σε άλλα τελείως διαφορετικά τραγούδια. Άγνωστο είναι και άξιον απορίας και πολύ ενδιαφέρον, πως έγιναν όλες αυτές οι αλλαγές.

ΨΕΣ ΕΙΔΑ ΣΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Παραλλαγή Βέροιας

Ψες είδα, - γαλανά, ξανθά, γλυκά κι μαύρα μάτια-
ψες είδα στου όνειρό μου
μαύρα μάτια στου πλευρό μου
κι ξυπνώ κι δεν τα βρίσκου
μ' έρχιτι να ξιψυχήσου.
Μι τα ρούχα μου μαλώνου
τα ξισκώ κι τα μπαλώνου.
-Ρούχα μου, παλιά μου ρούχα,
πού 'ν΄ τα μαύρα μάτια πού 'χα;
-Παν μακρά πουλύ στα ξένα.
-Κι αν γυρίσουν παντριμένα;
Ωχ! Αλίμουνουν σι μένα!
-Να 'τα πόρχουντι που πέρα
παίζουντας μι τουν αέρα.

Πηγή: ΛΑΟΣ. Καθημερινή εφημερίδα νομού Ημαθίας. 19.01.2008

ΙΨΕΣ ΣΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Παραλλαγή Νάουσας

Ιψές σου όνειρό μου, προυψές στουν ύπνου μου
ήρθιν μια μαυρουμάτα κι δε μι ξύπνησιν.
Ξυπνώ μα δεν την βρίσκου, του στρώμα μου ρουτώ,
α ρούχα μου μαζεύου κι πάνου να τη βρω…
Στου δρόμου, που πηγαίνου, βρίσκου κι μια μηλιά
στα μήλα φουρτουμένη κι απάνου κουρασιά.
Κατέβα, κόρη, κάτου, ν' ανέβου ιγώ ψηλά
να την κουρφουλουγήσου σαν τα βασιλικά…
Αν είσι αυτζής, κυνήγα, κυνήγα τα πουλιά
μην κυνηγάς κουρίτσια, γιατί δα βρεις μπιλιά.
Κάνου να πιάσου μήλου, πιάνου του χέρι της,
Χριστέ κι Παναγιά μου, να 'μουνα ταίρι της.
Κάνου να πιάσου κι άλλου, πιάνου του πόδι της΄.
Χριστέ κι Παναγιά μου, να 'μουν στου στρώμα της.

Πηγή: ΛΑΟΣ. Καθημερινή εφημερίδα νομού Ημαθίας. 19.01.2008

Παρόμοια δημοτικά τραγούδια βρίσκουμε και στο Πολυδένδρι Πιερίας με τίτλο «Μαύρα μάτια» και επίσης ένα ποντιακό από την Κερασούντα με τίτλο «Το όνειρον νεάνιδος».

ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ

Παραλλαγή Σερρών

Μαύρα μάτια είδα απόψε
στη δεξιά μου τη μεριά.
Σηκώνομαι και δεν τα βρίσκω
Κάθομαι και συλλογώ.
Με τα ρούχα μου μαλώνω
και το στρώμα μου ρωτώ.
Στρώμα μου πού πάει κυρά μου;
Πάει στη βρύση για νερό.
Βρύση μου κρύα μου βρύση,
πώς βαστάς κρύο νερό;
Έτσ΄βαστώ κι εγώ καημένος
της αγάπης τον καημό.

ΜΕ ΤΙΣ ΕΛΙΕΣ ΕΛΕΝΗ ΜΟΥ

Σχόλιο.
Έχει μαύρα μάτια η Ελένη και ελιές στο όμορφο νεανικό της πρόσωπο. Αρκετά για να « κάψουν » την καρδιά του ερωτοχτυπημένου νέου, που της στέλνει μήνυμα, πως θα' ρθει να την πάρει. Είναι ένα κλασικό, παραδοσιακό τραγούδι αγάπης.

Με τις ελιές, με τις ελιές Ελένη μου
και…αι με και με τα μαύρα μάτια.
Μού 'καψες την καρδούλα μου Ελένη μου,
μου…ου την την έκανες κομμάτια.
Αυτά τα μαύρα που φορείς Ελένη μου,
ε…εγώ, εγώ θα σου τα βγάλω.
Θα σου φορέσω κόκκινα Ελένη μου
και…αι θα και θα 'ρθω, να σε πάρω.

Σημ. Κάθε δεύτερος στίχος επαναλαμβάνεται

Ο ΗΛΙΟΣ ΕΒΑΣΙΛΕΨΕ

Σχόλιο 1ο

   Το χιονόνερο πέφτει στο ματωμένο σώμα του μακεδονομάχου ήρωα. Η ώρα ήταν 10 τη νύχτα, όταν λαβώθηκε θανάσιμα και συλλαμβάνεται από από τους Τούρκους. Ο ήρωας το τελευταίο μήνυμα στέλνει με τα πουλιά στον καπετάνιο Δούκα που ήταν στην Αθήνα και επίσης….
« Να ‘ρθουν τ’ αδέρφια να με δουν κι η μάννα να με κλάψει»
   Ο Μακεδόνας πατριώτης Βασίλειος Τζουβαλτζής ήταν της ομάδας του οπλαρχηγού Δούκα Γ. Δούκα ή Καπετάν Ζέρβα των αντάρτικων σωμάτων Νέας Ζίχνης- Παγγαίου. Από το 1903 συμμετέχει στον Μακεδονικό αγώνα με γενναιότητα, με αυταπάρνηση, με πίστη στα ιδεώδη της Ελληνικής Φυλής. Πολεμάει τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και τους Τούρκους, ξεσηκώνοντας και εμψυχώνοντας μαζί τους Έλληνες πατριώτες της περιοχής, δίνοντας τη ζωή του στον απελευθερωτικό αγώνα . Σ’ αυτόν αναφέρεται το τραγούδι που ακολουθεί.

Ο ήλιος εβασίλεψε και τα η βουνά μαυρίζουν
και τον καημένο Τζουβαλτζή Τούρκοι τον τυραννάνε.
Εσείς πουλιά πετούμενα σαν πάτε στας Αθήνας,
να πάτε χαιρετίσματα στον καπετάνιο Δούκα.
Να πείτε πως σκοτώθηκα η ώρα δέκα νύχτα.
Βροχή και χιόνι χιόνιζε και εμένα παραχώνει
Να 'ρθουν τ' αδέρφια να με δουν και μάννα να με κλάψει.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

Σχόλιο 2ο

Μακεδονομάχος Δούκας Γ. Δούκας (καπετάν Ζέρβας). Σερραίος οπλαρχηγός του Μακεδονικού αγώνα. Γενικός αρχηγός των ανταρτών περιοχής Ζίχνης και Παγγαίου. Σερρών. Μια αποτυχημένη  απόπειρα να εξοντώσει κάποιον  Στογιάννη απ 'τη Ραχοβίτσα (Μαρμαρά), όργανο των Βουλγάρων, έγινε αφορμή να πιαστεί απ' τις τουρκικές Αρχές. Δραπέτευσε και πήγε στην Αθήνα (1903). Εκεί εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά σ 'ένα κρυφό έμπεδο ανταρτών.
Πολέμησε κατόπιν στη Δυτική Μακεδονία (1904)  με την ομάδα του καπετάν Βάρδα (Γ. Τσόντα) και υπαρχηγός του καπετάν Ρούβα (Γ. Κατεχάκη). Στις αρχές τού 1905, αναλαμβάνει δράση στην περιοχή Σερρών (Νέας Ζίχνης- Παγγαίου).

Πηγή: Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ,
Αριστοτέλης Κωστόπουλος. Εκδόσεις Μάλλιαρης-Παιδεία.

ΗΤΑΝ ΗΜΕΡΑ ΣΑΒΒΑΤΟ

Σχόλιο.
«Ήταν μεγάλο Σάββατο, και ξημέρωνε το Πάσχα και γω σκοπός εφύλαγα, γιατί μαμμά με όπλο και παλάσκα».
Η μοίρα του στρατιώτη και το παράπονό του στη μάννα του το λέει, γιατί τιμωρήθηκε «δι ασήμαντον αφορμήν». Νεοσύλλεκτος προφανώς ο νέος και δεν ανδρώθηκε ακόμα.

Ήταν ημέρα Σάββατο, ξημέρωνε το Πάσχα
και ’γω σκοπός εφύλαγα, γιατί μαμμά,
με όπλο και παλάσκα.

Μια μέρα στα γυμνάσια πέρασε ένα κορίτσι
και ’γω γύρισα να τη δω, γιατί μαμμά,
και χάλασα την κλίση.

Κι ο Λοχαγός διέταξε εις τον Επιλοχία,
βάλτε το στραβογιάνναρο στη φυλακή
τρεις μέρες αγγαρεία.

Τι σου ‘φταιξα κυρ Λοχαγέ και σένα Επιλοχία
και μου ’βαλες στη φυλακή, γιατί μαμμά,
χωρίς καμιά αιτία.

Κορίτσια μην πιστεύετε τα πράσινα γαλόνια,
γιατί σας κοροϊδεύουνε, γιατί μαμμά,
για να περνάν τα χρόνια.

ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΠΑΙΔΙ
Άλλος τίτλος
Ο ΛΟΧΙΑΣ

Σχόλιο.
Το τραγούδι αναφέρεται στον πόλεμο που έκανε η Ελλάδα για την απελευθέρωση των υπολοίπων εδαφών της, μετά τη δημιουργία του πρώτου, από τους αγώνες του 1821 ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Αυτό συμπεραίνεται και από την ονομασία Λοχίας ως βαθμός του Ελληνικού στρατού, που μαρτυρείται από το 1871, καθώς επίσης και από τη χρήση του ιππικού ως Μονάδα εφόδου την ίδια περίπου εποχή.
Ο Λοχίας ενσαρκώνει τον ηθικό και γενναίο Έλληνα που ορμά στη μάχη και δίνει το παράδειγμα να τον ακολουθούν οι Φαντάροι.
Τραυματίζεται σε μία μάχη και αφού του προσφέρουν οι συνάδελφοί του τις πρώτες βοήθειες, μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Προφανώς ο πόλεμος διεξαγόταν κοντά στον τόπο της καταγωγής του, γι’ αυτό ειδοποιούνται και έρχονται να τον δουν η μάνα, τ’ αδέρφια και η μικρή αδερφή του.

Ένα καλό παιδί,
που ήταν τόσο γνωστό,
το ίφιραν(τον επήραν) στον πόλεμο,
τον κάνανε(βάλανε) Λοχία.

Εμπρός τους σαν(αυτός) περνά,
καβάλα εις τ΄ άλογό (του)
κι από πίσω του έρχονται
όλοι οι φαντάροι.

Πέφτει απ' τ' άλογο,
πέφτει κάτω στη γη.
τρέχουνε, τον αρπάζουνε
όλοι οι φαντάροι.

Γιαμιάς τον πιάνουνι
τέσσερεις φαντάροι
κι αμέσως τον πηγαίνουνι
εις το νοσοκομείο.

Τηλιγραφήσανε
γιαμιάς στη μάννα του,
στη μάννα του, στ' αδέρφια του
να έρθουν να τον ιδούν(ή ίδουν).

Ήρθε η μάννα του,
ήρθαν τα αδέρφια του,
ήρθε κι η μικρή του η αδερφή,
που τη λέγαν Μαρία.

Σημ. Κάθε στροφή επαναλαμβάνεται.

ΤΟΥΡΚΟΣ ΜΙ ΓΥΡΕΨΕ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου

Τούρκος μι γύρεψε,
γυναίκα να με πάρει.
Δέρνομαι σκοτώνομαι,
τούρκισσα δε γίνομαι.

«Κι αν δαρθείς κι αν σκοτωθείς,
(εις)το τζαμί θα προσκυνείς.
Κι αν πνιγείς κι αν σκοτωθείς,
τουρκοπούλα θα (γενείς) γραφτείς».

«Πέρδικα γίνομαι,
μέσα στα δάση μπαίνω».
«Κυνηγός θα γίνω ΄γώ,
συ δεν έχεις γλύτωμό».

«Τριανταφυλλάκι γίνομαι,
μέσα στη γλάστρα μπαίνω».
«Θα σε κόψω δε βαστώ,
συ δεν έχεις γλύτωμό».

«Ψαράκι γίνομαι,
γιαλό - γιαλό πηγαίνω».
«Ψαράς θα γίνω ΄γώ,
συ δεν έχεις γλύτωμό».

«Κρασάκι γίνομαι,
σε βαρελάκι μπαίνω».
«Θα μεθύσω, θα σε πιώ,
συ δεν έχεις γλυτωμό».

Σημ. Κάθε δίστιχο επαναλαμβάνεται.

ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΙ ΡΩΜΙΑ

Ηράκλειας Σερρών

Τούρκος την αγάπησε
γυναίκα να την πάρει.

Δέρνεται σκοτώνεται,
τούρκισσα δε γίνεται.

«Κι αν δαρθείς κι αν σκοτωθείς,
πάλι τούρκα θα γενείς».

«Στο πηγάδι ρίχνομαι,
τούρκισσα δε γίνομαι».

«Πηγαδάς θα γίνω εγώ,
Συ δεν έχεις γλυτωμό».

«Λουλουδάκι γίνομαι,
στο περιβόλι κλείνομαι».

«Κηπουρός θα γίνω εγώ,
συ δεν έχεις γλυτωμό».

«Περδικούλα γίνομαι,
μες στο δάσος κρύβομαι».

«Κυνηγός θα γίνω εγώ
συ δεν έχεις γλυτωμό».

ΒΟΥΡΓΑΡΟΥΔΕΣ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου

Σχόλιο.
Όταν η Ελλάδα και η Βουλγαρία ήταν Επαρχίες του οθωμανικού κράτους, σύνορα δεν υπήρχαν μεταξύ των δύο αυτών χωρών. Ομάδες γυναικών λοιπόν, κατέβαιναν και δούλευαν στον εύφορο κάμπο των Σερρών. Μια μέρα ένας νέος συνάντησε μια ομάδα γυναικών και ζήτησε να τον πάρουν μαζί

Βουργαρούδες ανεβαίνουν,
ανεβαίνουν, κατεβαίνουν,

Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν,
από πάνω το μπαίρι.

Από πάνω το μπαίρι
κατεβαίν΄ κι ένας λεβέντης.

Κατεβαίν΄ κι ένας λεβέντης.
Καλημέρα σας κορίτσια.

Καλημέρα σας κορίτσια,
δε με παίρνετε κι εμένα.

Δε με παίρνετε κι εμένα,
να θερίζω , να σκαλίζω,

Να θερίζω , να σκαλίζω
να σας δένω τα δεμάτια.

Να σας δένω τα δεμάτια
τα δεμάτια μαύρα μάτια.

Τα δεμάτια μαύρα μάτια
μαύρα μάτια στο ποτήρι

Μαύρα μάτια στο ποτήρι
γαλανά στο παραθύρι

Γαλανά στο παραθύρι
Βασιλικός μες στο ποτήρι.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

ΒΟΥΡΓΑΡΟΥΔΕΣ ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΥΝ

Σερρών

Βουργαρούδες κατεβαίνουν,
από παν΄απ΄τα μπαίρια.
Να σκαλίζουν, να θερίζουν
και να δένουν τα δεμάτια.
Πέρασ΄ένας, πέρασ΄άλλος,
πέρασε κι ένας λεβέντης.
«Καλημέρα Βουργαρούδες,
δεν με παίρνετε και μένα,
να σκαλίζω, να θερίζω,
να σας δένω τα δεμάτια
και να σας φιλώ στα μάτια».

ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΔΗΣ ΚΑΤΗΒΑΙΝΟΥΝ

Παραλλαγή Πεντάπολης Σερρών

Από τη Συλλογή του Γεωργίου Λιθαρή « Ότι έμαθα για το χωριό μου». Πεντάπολη 1985.

Βουλγαρούδις κατηβαίνουν
Να σκαλίζουν, να θερίζουν
-καλώς κάμτη Βουλγαρούδις
-καλώς όρση τον λεβέντη
-δεν μη παίρνητι κι μένα
να σας δένω τα δεμάτια
να σας δένω τα δεμάτια
να φιλώ τα μαύρα μάτια
μαύρα μάτια στο ποτήρι
γαλανά στο παραθύρι.

ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου

Δώδεκα χρονών κορίτσι
χήρα πάει στη μάννα της.

Με τα στέφανα στα χέρια
τρέχ΄ να ειπεί στη μάννα της.

Κι η μαμά της της απαντά
«Κόρη μην πικραίνεσαι,

Είσαι νέα και ωραία
και ξαναπαντρεύεσαι».

«Σώπα μάννα σκύλομάννα.
Πώς μου λες να παντρευτώ;

Έχασα τον πρώτο άντρα
στο δεξί μου το πλευρό.

Που ήταν νέος και ωραίος
στας Αθήνας ο γιατρός.

Δεν μου λες καλή μου μάννα:
Να πεθάνω ή να ζω;

Ή να βάλω όλα μαύρα
στις καλόγριες να μπω!

Ή να πάρω το σπαθί μου
μοναχή να σκοτωθώ »!

Σημ. Κάθε δίστιχο επαναλαμβάνεται.

ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΩ ΚΟΡΙΤΣΙ

Ηράκλειας Σερρών

Δώδεκα χρονώ κορίτσι
χήρα πάει στη μάννα της.
Τα στέφανα στην ποδιά της
έκλαιγε τον άνδρα της.

«Σώπα κόρη μου, μην κλαίγεις,
Σώπα, μην πικραίνεσαι»
Είσαι νέα και ωραία
και ξαναπαντρεύεσαι».

«Τι μου λέγεις καλέ μάννα
Εγώ ξανά να παντρευτώ;
δεν μου λες να πάω καλόγρια
και να μαυροφορεθώ

Έχασα τον πρώτον άντρα
τα ματάκια μου τα δυο»!

Το τρίτο τετράστιχο σε Σαρακατσάνικη παραλλαγή

«Για δε μου λες να ζουρλαθώ
κι άγρια βουνά να πάρω,
να πιω της δάφνης το νερό
της μυγδαλιάς το λάδι,
παρά μου λες να παντρευτώ
κι άλλον άντρα να πάρω »

ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΩ ΚΟΡΙΤΣΙ

Παραλλαγή Μυτιλήνης Λέσβου

Δώδεκα χρονών κορίτσι
χήρα, πάει στη μάνα της
τα στεφάνια στην ποδιά της
κι ήκλαιγε τον άντρα της.

«Σώπα, κόρη μου, μην κλαίεις,
σώπα μην πικραίνεσαι,
έμμορφη κι αρχόντισσα 'σαι
και ξαναπαντρεύεσαι».

ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΩ ΚΟΡΙΤΣΙ

Σε μουσική και παραλλαγή στίχων:
Σωτήρη Γαβαλά και Μεμέτη.
Ερμηνεία: Ρόζα Εσκενάζυ-Ρίτα Αμπατζή

Άντε δώδεκα χρονώ κορίτσι,
άντε χήρα πάει στην μάνα του,
άντε τα στεφάνια στην ποδιά του
κι έκλαιγε τον άντρα του.

Άντε σώπα κόρη μου μην κλαίγεις,
άντε και ξαναπαντρεύεσαι,
άντε και τα μαύρα θα πετάξεις
κι έτσι ελευθερώνεσαι.

Άντε μη μου λες καημένη μάννα,
άντε για να ξαναπαντρευτώ,
άντε σαν τον πρώτο μου τον άντρα
άντε δεν θα τόνε ξαναβρώ.

- Αχ χήρα η κακομοίρα μικρή-μικρή!
Ατέ εγώ τα μαύρα δεν τα βγάζω,
άντε θα κλειστώ σ' ένα κελλί,
άντε πες κι εσύ καημένη μάννα,
πως δεν έχεις πια παιδί.

ΚΥΝΗΓΟΣ ΠΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥΣΕ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου.

Σχόλιο.
Η παραλλαγή σε σχέση με τις άλλες περιοχές των Σερρών συνίσταται στην αλλαγή ρήματος στον έβδομο στίχο, στην αλλαγή μιας λέξεως στον ένατο στίχο και απουσία των τριών τελευταίων τετράστιχων.

Κυνηγός που κυνηγούσε
εις τα δάση μια φορά,
έτυχε να συναντήσει
μια ερημοεκκλησιά.

Προχωρεί και μπαίνει μέσα
με λυπητερή καρδιά*,
βλέπει μέσα προσκυνούσε
μια μικρή καλογριά.

«Καλογριά της είπε(τη ρώτησε),
τ΄ όνομά σου επιθυμώ,
τ΄όνομά σου κι ας πεθάνω
στο ερημοκκλήσι αυτό».

«Τ΄ όνομά μου δε στο λέω,
γιατί θα με λυπηθείς,
γιατί σύ ήσουνα η αιτία
καλογριά για να με δεις».

ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΓΡΙΑ
Σερρών

Κυνηγός που κυνηγούσε
εις τα δάση μια φορά,
έτυχε να συναντήσει
μια ερημοεκκλησιά.

Προχωρεί και μπαίνει μέσα
με λυπητερή καρδιά*,
βρίσκει εκεί που προσκυνούσε
μια μικρή καλογριά.

«Καλημέρα καλογριά μου.
τ΄ όνομά σου επιθυμώ.
Ας το μάθω κι ας πεθάνω
στο ερημοκκλήσι αυτό».

«Τ΄ όνομά μου δε στο λέω,
γιατί θα με λυπηθείς,
γιατί εσύ ήσουνα η αιτία
καλογραία να με δεις».

Πέντε και τριάντα πέντε
και πενήντα και οχτώ,
αν θελήσεις να το μάθεις
τ΄ όνομά μου είναι αυτό».

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια
και στη μέση μια ελιά,
εκεί έχουνε θαμμένη
μια μικρή καλογριά.

Όπου δεις δυο κυπαρίσσια
και στη μέση ένα σταυρό,
εκεί έχουνε θαμμένο
ένα μικρό κυνηγό.

* με λυπητερή καρδιά
Σε παραλλαγή…… με γαλανά τα μάτια.

ΚΥΝΗΓΟΣ

Ζακύνθου

Κυνηγός που κυνηγούσε εις τα δάση μια φορά
έτυχε να συναντήσει μία έρημη εκκλησιά.
έτυχε να συναντήσει μία έ..μία έρημη εκκλησιά.

Προχωρεί και μπαίνει μέσα με λυπητερή καρδιά,
βλέπει εκεί που επροσκυνούσε μια μικρή καλογριά.
βλέπει εκεί που προσκυνούσε μια μικρή - μια μικρή καλογριά.

Καλογραία μου της λέει τ' όνομά σου επιθυμώ
τ'όνομά σου κι ας πεθάνω μπρος στο ερημοκκλήσι αυτό.
τ'όνομά σου κι ας πεθάνω μπρος στο ερη-μπρος στο ερημοκκλήσι αυτό.

Τ' όνομά μου δεν στο λέω, γιατί εσύ θα λυπηθείς
γιατί εσύ ήσουνα η αιτία καλογραία να με δεις,
γιατί εσύ ήσουνα η αιτία καλογραι-καλογραία να με δεις.

Έλα πάτησε τον όρκο και παντρέψου μια φορά,
πάρε με τον κυνηγάρη που σ' αγάπησα πιστά ,
πάρε με τον κυνηγάρη που σ΄αγα-που σ' αγάπησα πιστά.

Πώς τον όρκο να πατήσω τον θεό ν' απαρνηθώ,
πάνε τώρα δύο χρόνια όπου ασκητεύω εδώ,
πάνε τώρα δύο χρόνια όπου α-όπου ασκητεύω εδώ.

Όταν δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση μια μυρτιά,
εκεί μέσα είναι θαμμένα δυο αγγελικά κορμιά,
εκεί μέσα είναι θαμμένα δυο αγγε-δυο αγγελικά κορμιά.

ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου

Σχόλιο.
Το παραδοσιακό αυτό τραγούδι τραγουδιέται στο Βαμβακόφυτο αλλά και σε άλλες περιοχές του νομού Σερρών, όπως στη Νικήσιανη Σερρών με τίτλο «Πες μας μαρ΄ Πολυξένη», με διάφορες μικρές παραλλαγές. Ακόμα και στην Κύπρο το βρήκα και συγκεκριμένα στο χωριό Αρεδιού. Εδώ όμως οι διαφορές είναι εμφανείς και με το κυπριακό ιδίωμα, αλλά χωρίς να ξεφεύγει από το ουσιαστικό περιεχόμενο του τραγουδιού. Το παραθέτω για να μπορέσει ο καθένας να δει τις ομοιότητες και τις διαφορές

-Τι έχεις Πολυξένη (3)
μέρα και νύχτα κλαις (2).

-Τι να σου ειπώ μανά μου,
τι να σου διηγηθώ.

Εμένα στη μαμά σου,
γιατί δε με το λες.

-Φανέρωσέ το κόρη
τον ποίον αγαπάς

-Δεν είναι ξένος μάνα,
δεν είναι μακρινός,

μόν' είναι ο Γιωργάκης
του Θανασάκη γιος.

-Μικρή μου Πολυξένη
νεκρή να σε ιδώ,

παρά γαμπρό να κάνεις
του Θανασάκη γιος.

Κι η κόρη πικραμένη
στη κάμαρα κλεισμένη,

ήπιε γυαλί φαρμάκι
και φαρμακώνεται.

Στον Άδη να κατέβω
ή στον παράδεισο,

το χάρο ν' ανταμώσω,
δυο λόγια να του ειπώ.

-Χάρε για χάρισέ με
αυτόν που αγαπώ.

-Μικρή μου Πολυξένη
μικρή να σε πάρω,

παρά να σε παντρέψει
του Θανασάκη γιος.

Σημ. Σε κάθε δίστιχο ο πρώτος στίχος επαναλαμβάνεται 3 φορές και ο δεύτερος 2 φορές.

Η ΠΟΛΥΞΕΝΗ

Παραλλαγή από το χωριό Αρεδιό Κύπρου

«Τι έχεις, Πολυξένη, και μέραν νύχταγ κλαις
κι εμέναν της μαμάς σου τίποτα δε μου λες;-»
«Τι θα σου πω, μαμά μου, τι θα σου δηγηθώ,
κι από σεβτάν γνωρίζεις κι από πικρόγ καημόν»
«Πές μου το, Πολυξένη, πκοιόν νέον αγαπάς
κι ευθύς θα σου τοδ δώσω μ’ όλημ μου τηγ καρδιάν».
«Μανά, δεν είναι ξένος, δεν είναι μακρινός,
παρά είναι ο Τάκης, του φούρναρη ο γυιός»»
«Παρά γαμπρόν να κάνω του φούρναρη τογ γυιόν,
καλλιόν να σε σκοτώσω κι ας πάω να κρεμαστώ».
Μπαίνει στηγ κάμαράν της κι ευτύς σφαλώνεται,
παίρνει τα φάρμακά της και φαρμακώνεται.
Θεριά που δεν τα βλέπει ο ήλιος το πρωίν,
κρίμας τημ Πολυξένην, την τρώει η μαύρη γη.

ΠΕΣ ΜΑΣ ΜΑΡ΄ ΠΟΛΥΞΕΝΗ

Παραλλαγή Νικήσιανης Σερρών

Πες μας μαρ΄ Πολυξένη
τί έχεις κι όλο κλαις;
και το παράπονό σου
σε μένα δε το λες
Τι να σου πω μαννούλα μου
τι να σου διηγηθώ !
Από έρωτα δε ξέρεις
κι απο ΄δικο καημό
Καλύτερα αχ κόρη μου
νεκρή να σε ιδώ
παρά τον Καλογιάννο
γαμπρό να τον ιδώ !

Σημ. Κάθε στίχος δυο φορές.

ΣΕΙΣ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΠΟΥΛΙΑ

Σχόλιο.
Εκείνα τα χρόνια της σκλαβιάς, σαν δεν άντεχαν τον ξεπεσμό, πολλοί Έλληνες πέρναν το δρόμο της ξενιτειάς. Αβάσταχτος ο πόνος, μεγάλη η νοσταλγία για την Πατρίδα. Πόθος για τη λευτεριά και νίκη του Σταυρού απέναντι στην αλλόθρησκη πίστη. Με ποιόν να στείλει ο ξενιτεμένος επιστολή; Με ποιόν να στείλει γράμμα; Με τα περήφανα πουλιά που ελεύθερα πετούν για την Πατρίδα τη γλυκιά !

Σεις περήφανα καλέ πουλιά μου, σεις περη-
Σεις περήφανα καλέ πουλιά μου, που πετάτε στα ψηλά.

Μήπως είστε καλέ για να πάτε, μήπως ει-
μήπως είστε καλέ για να πάτε ,στην πατρίδα μου γλυκιά.

Να σας δώσω καλέ ένα γράμμα, να σας δω-
Να σας δώσω καλέ ένα γράμμα ,μια μικρή επιστολή.

Χαιρετίσματα καλέ να πάτε, χαιρετι-
Χαιρετίσματα καλέ να πάτε, στα ορφανά μου τα παιδιά.

Που γυρίζουνε καλέ στους δρόμους, που γυρι-
Που γυρίζουνε καλέ στους δρόμους, πεινασμένα και γυμνά.

Όσα χρήματα καλέ κι αν έχω, όσα χρή-
Όσα χρήματα καλέ κι αν έχω, να τα παν στο Βασιλιά.

Να ΄γοράσουνε καλέ βαπόρια, να ΄γορά-
Να ΄γοράσουνε καλέ βαπόρια, να παν στην Αγιά Σοφιά.

Να ΄γοράσουνε καλέ κανόνια, ν΄αγορά-
Ν΄αγοράσουνε καλέ κανόνια, να χτυπήσουν την Τουρκιά.

Τα τζαμιά καλέ να πέσουν κάτω, τα τζαμιά.
Τα τζαμιά καλέ να πέσουν κάτω κι ο Σταυρός να υψωθεί.

Το κεφάλι καλέ του Σουλτάνου, το κεφα-
Το κεφάλι καλέ του Σουλτάνου στας Αθήνας να βρεθεί.

Σημ. Ο κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

ΣΟΥ 'ΠΑ ΜΑΝΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕ ΜΕ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου Σερρών

Σχόλιο.
Δεν ήταν όπως σήμερα η ξενιτειά τα χρόνια τα περασμένα . Οι συγκοινωνίες δύσκολες , οι επικοινωνίες ανύπαρκτες ,τα ταξίδια πολυήμερα και επικίνδυνα . Η κόρη παρακαλεί τη μάνα της να μην την παντρέψει στα ξένα .«Εις τα ξένα θα ’αρρωστήσω, τη μανούλα θα ζητήσω».Το τραγούδι πρώτα καταγράφεται, όπως ακριβώς τραγουδιέται σήμερα στο χωριό μας, το Βαμβακόφυτο Σερρών και είναι παραλλαγή του παραδοσιακού τραγουδιού της Τσακωνιάς, της επαρχίας Κυνουρίας (Αρκαδίας) της κεντρικής Πελοποννήσου.

Σου 'πα μάννα, μητέρα πάντρεψέ με
σου 'πα μάννα, πάντρεψέ με,
σπιτονοικοκύρεψέ με.

Εις τα ξένα μάννα μου μη με δώσεις,
εις τα ξένα μη με δώσεις,
γιατί θα το μετανιώσεις.

Εις τα ξένα μάννα μου θ' αρρωστήσω,
εις τα ξένα θ' αρρωστήσω,
τη μαννούλα θα ζητήσω.

Θα ζητήσεις παιδί μου την κουνιάδα,
θα ζητήσεις την κουνιάδα
και τη πρώτη συννυφάδα.

Η κουνιάδα μάννα μου τα προικιά της,
η κουνιάδα τα προικιά της,
συννυφάδα τα παιδιά της.

Η κουνιάδα μάννα μου δεν αδειάζει,
η κουνιάδα δεν αδειάζει,
συννυφάδα δεν ταιριάζει.

ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΜΑΝΝΑ

Μορφή Τσακωνιάς Αρκαδίας

Σου είπα μάννα καλέ μάννα,
σου είπα μάννα πάντρεψέ με.
Γέρον άνδρα καλέ μάννα,
γέρον άνδρα μη μου δώσεις.
Γιατί ο γέρος καλέ μάννα,
γιατί ο γέρος τα μετράει

και στα ξένα καλέ μάννα
και στα ξένα μη με δώσεις.
Εγώ στα ξένα καλέ μάννα,
εγώ στα ξένα θ' αρρωστήσω.
Τραλαλαλα λαλαλαλα,
τραλαλαλα λαλαλαλα

Σου είπα μάννα πάντρεψέ με,
σπιτονοικοκύρεψέ με.
Γέρον άνδρα μη μου δώσεις,
γιατί θα το μετανιώσεις.
Γιατί ο γέρος τα μετράει
κι ακριβά τα λογαριάζει.

Και στα ξένα μη με δώσεις,
γιατί θα το μετανιώσεις.
Εγώ στα ξένα θ' αρρωστήσω,
τη μαννούλα θα ζητήσω.
Τραλαλαλα λαλαλαλα,
τραλαλαλα λαλαλαλα.

ΣΤΗ ΒΡΥΣΗ ΟΤΑΝ ΚΑΘΟΜΑΙ

Σχόλιο.
Τα παλιότερα χρόνια, είναι γνωστό σε όλους σχεδόν, στα χωριά μας βρύσες δεν είχαμε στα σπίτια. Μία ή δύο βρύσες σε κεντρικά σημεία του χωριού υπήρχαν, εξυπηρετώντας τις ανάγκες όλων. Κυρίως οι κοπέλες έρχονταν με τις πήλινες στάμνες και γέμιζαν νερό.
Ο χώρος γύρω από την βρύση ήταν και τόπος συνάντησης των κοριτσιών. Εδώ έρχονταν και τα παλικάρια και γίνονταν οι γνωριμίες και άρχιζαν οι έρωτες. Εδώ και ο νέος του τραγουδιού μας ήρθε, με φλογισμένη τη καρδιά του από τον έρωτα για κάποια κοπέλα, αλλά και ματωμένη από τον πόνο για την αδιαφορία της.

Στη βρύση όταν κάθομαι
κοιτώντας τα κορίτσια,
το ύφος σου το σοβαρό,
τα νάζια τα καπρίτσια.

Αμέσως μέσα στην καρδιά
η φλόγα μου φουντώνει,
κι από τη φλόγα την πολλή
αρχίζει και ματώνει.

Και πέφτουν οι σταλαγματιές
η μια μετά την άλλη.
Μου φέρνουν ρίγος στο κορμί
και ζάλη στο κεφάλι.

Περνάς και δε με χαιρετάς,
βαριέσαι να μιλήσεις.
Δυο λόγια από τα χείλη σου
να με παρηγορήσεις.

Άσπρο γαρύφαλλο κρατώ
και θέλω να το βάψω
κι αν το πετύχω στη μπογιά,
πολλές καρδιές θα κάψω.

Σημ. Ο δεύτερος στίχος κάθε τετράστιχου επαναλαμβάνεται.

ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΤΟΝ ΛΟΧΙΑ ΜΑΣ

Σχόλιο 1ο
Το τραγούδι αυτό ανήκει σε μια σημαντική κατηγορία δημοτικών τραγουδιών. Είναι μια παραλογή.
Ο Λοχίας τραυματισμένος θανάσιμα παρακαλεί τους συναδέλφους του να μην πουν, στην ιδιαίτερη Πατρίδα του στο χωριό, πως σκοτώθηκε, αλλά πως παντρεύτηκε και δε θα επιστρέψει. Ο πόνος από την προσμονή της επιστροφής είναι μικρότερος από τη θλίψη του θανάτου.

Σκοτώσαν το Λοχία μας
μέσα στο καφενείο.

Δεν έχει μάννα να το δει
και θεία να τον κλάψει.

Μόνο οι Αξιωματικοί
και όλοι οι φαντάροι.

Παιδιά σαν πάτε στο χωριό
στην έρημη Πατρίδα,

μην πείτε πως σκοτώθηκα,
να πείτε πως παντρεύτ’κα.

Την πλάκα έχω πεθερά,
τη μαύρη γη γυναίκα.

Κι αυτά τα δροσοχόρταρα
μου είναι τα παιδάκια.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

Σχόλιο 2ο
Τα 4ο και 5ο δίστιχα είναι ίδια με τα αντίστοιχα του δημοτικού τραγουδιού «Παιδιά της Σαμαρίνας». Προφανώς πρόκειται περί αντιγραφής.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΡΑΒΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ

Σχόλιο.
Προφανώς το τραγούδι αναφέρεται στον ελληνοτουρκικό πόλεμο από τον Μάιο του 1919 με την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 1922 με την εκεχειρία των Μουδανιών. Να σημειώσω ότι η Κόκκινη Μηλιά που αναφέρει το τραγούδι,δεν είναι υπαρκτό τοπωνύμιο, αλλά η μυθική γενέτειρα των Τούρκων, στα βάθη της Ανατολίας.

Μπροστά τραβάει ο Σταυρός
και από πίσω ο Στρατός.

Παν’ τα παιδιά να πολεμούν,
στα τούρκικα τα πέρατα.

Στα τούρκικα τα πέρατα,
στη Σμύρνη και στα Μουδανιά.

Στη Σμύρνη και στα Μουδανιά
και ως τη κόκκινη μηλιά.

Αν είσαι μάννα και πονείς
έλα στη Σμύρνη να με δεις.

Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΨΗΛΟ

Σχόλιο.
Είναι ένα ερωτικό τραγούδι, πολύ παλιό της περιοχής μας. Ο νέος, όπως συνέβαινε συχνά τα περασμένα χρόνια στα χωριά της Πατρίδας μας, αγαπούσε κοπέλα της γειτονιάς του. Πολλές φορές περνούσε έξω από το σπίτι της, αλλά έβρισκε την πόρτα μανταλωμένη. Οι μάννες των νέων θα αποφάσιζαν για τα αρραβωνιάσματα των παιδιών τους.
Παρατήρηση 1η
Ένα βασικό στοιχείο πρόσμειξης ξένων στίχων στο τραγούδι, είναι τα 7+8 δίστιχα δεδομένου ότι τα αρραβωνιάσματα τα συζητούσαν οι γονείς των νέων και την τελική απόφαση την έπαιρναν οι πατεράδες. Όχι λοιπόν οι μάννες, όπως λέει το τραγούδι.
Παρατήρηση 2η
Το μέτρο των στίχων, οι ομοιοκαταληξίες, ο τονισμός, η ρυθμική εναλλαγή των συλλαβών - δυστυχώς - παραπέμπει σε στίχους σύγχρονων ημεροδεικτών. Άρα αρκετές στροφές-με κάθε επιφύλαξη- προστέθηκαν τα τελευταία χρόνια.

Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό
που καίει το φανάρι
κι αν δε μου δώσουν τη μικρή
Θα πάρω τη μεγάλη

Κοντά - κοντά τα σπίτια μας
ίδια τα κεραμίδια,
εμείς οι δυο μοιαζόμαστε
στα μάτια και τα φρύδια.

Από την πόρτα σου περνώ
και βρίσκω κλειδωμένα,
σκύβω φιλώ την κλειδαριά,
θαρρώ, φιλώ εσένα.

Η μάννα σου κι η μάννα μου
στη σκάλα κουβεντιάζουν.
Μα εγώ θαρρώ και συ θαρρείς,
πως μας αρραβωνιάζουν.

Σύρε να πεις στη μάννα σου
μην κάνει κι άλλη γέννα,
μην κάψει κι αλλουνού καρδιά
πως μ’ έκαψε κι εμένα.

Σύρε να πεις στη μάννα σου
να κάνει ένα κρεβάτι,
ούτε φαρδύ ούτε στενό
μόνο για δυο νομάτοι.

ΕΛΕΝΗ

Σαν την Ελένη καμιά δεν είδα,
έβγα Ελένη, έβγα να σε ρωτήσω,
έβγα Ελένη, δυο λόγια να σου είπω.

Κόψε Ελένη, κόψε το τριαντάφυλλο
Μέτρησέ τα Ελένη, πόσα φύλλα έχει.

Πόσα φύλλα έχει Ελένη το τριαντάφυλλο.
Τόσα χρόνια Ελένη, Ελένη με παιδεύεις.
Με παιδεύεις Ελένη, Ελένη για να με πάρεις

Το καράβι ήρθε για να φύγουμε,
Την Ελένη κράζει ,κρυφά την κουβεντιάζει.

Να και οι Φράγκοι απ’ το καράβι
νέους γέρους και παιδιά ολόχρυσο καράβι.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται εκτός από το δεύτερο και τον τρίτο.

ΨΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ

Σχόλιο
Υπάρχουν δύο διαφορετικές εκτελέσεις στους στίχους.
Μέσα σε παρενθέσεις οι διαφορές.

Ψες το βράδυ ένας λεβέντης,
ήρθε στο σπίτι.
Σηκώνεται (ο ξένος) να φύγει
κόρη πίσω του. (ή κι η κόρη μαζί του).

Γύρνα πίσω μικρή μου κόρη,
γιατί θα χαθείς.
Εκεί έχει πυκνό δάσος,
δε θα περάσεις.

Γω θα γίνω άσπρο πουλί ( ή γω θα γίνω ένα πουλί),
πουλί φτερωτό.
Θα περάσω πυκνό δάσος.
Και γω μαζί σου.(ή θα ’ρθω μαζί σου).

Γύρνα πίσω μικρή κόρη,
γιατί θα χαθείς.
Εκεί έχει θολό νερό,
δε θα περάσεις.

Γω θα γίνω μαύρο ψάρι, ( ή γω θα γίνω ένα ψάρι),
ψάρι θαλασσινό(ή γολιανό).
Θα περάσω θολό νερό.
Και γω μαζί σου (ή θα ’ρθω μαζί σου).
Γύρνα πίσω μικρή μου κόρη,
γιατί θα χαθείς.
Εγώ είμαι παντρεμένος,(ή έχω γυναίκα και παιδάκια)
έχω και παιδιά (ή δε θα σε πάρω).

(Πάω πίσω ρε λεβέντη.
Στο καλό να πας,
Στη γυναίκα σου να πας
και στα παιδάκια σου).

Σημ. Οι στίχοι ανά δύο επαναλαμβάνονται.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΑ

Ιωάννης βρύση έφραξε.
Ιωάννη καλέ Ιωάννη.
Γύρω απ’ τη βρύση κι ο μπαξές.
Ιωάννη καλέ Ιωάννη.

Στο μπαξέ απ’ όλα τα,
απ’ όλα τα λουλουδάκια.
Κόκκινη, άσπρη βιολέτα,
γαλάζιο, άσπρο ζουμπούλι.

Όποια θα έρθει για νερό
και λουλουδάκι θα κόψει.
Μαρία ήρθε για νερό
και λουλουδάκι δεν έκοψε.

Ιωάννης καλέ της λέει:
Κόψε Μαρία λουλούδι.

Κόψε Μαρία λουλούδι,
τώρα που είσαι στα νιάτα.
Τώρα που είσαι στα νιάτα,
τώρα που είσαι όμορφη.

Μαρία τον απαντάει:
Πώς να κόψω λουλουδάκι.
Πώς να κόψω λουλουδάκι,
εχθές ήμουνα στο χορό

Εχθές ήμουνα στο χορό,
έχασα το μαντηλάκι μου.
Έχασα το μαντηλάκι μου,
που το κεντούσα ένα χρόνο.

Που το κεντούσα ένα χρόνο,
Ιωάννη καλέ Ιωάννη.
Ιωάννης την απαντάει:
Κόψε Μαρία λουλούδι.

Κόψε Μαρία λουλούδι,
το μαντήλι σου το ’χω εγώ.
Το μαντήλι σου το ’χω εγώ,
μέρα το έχω στα στήθια.

Μέρα το έχω στα στήθια,
βράδυ στο μαξιλάρι μου.

ΜΟΙΡΟΛΟΪ

Άλλος τίτλος:

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ

Σχόλιο.
«Ποια είναι εκείνη που κατεβαίνει μ’ άσπρα ντυμένη απ’ το βουνό». Μια νέα όμορφη κοπελιά, ένα όνειρο, μια οπτασία, μια νεράιδα; Αυτή που αγαπούσε τόσο καιρό ! Να πάει κοντά της θέλει, να ζήσει στα βουνά. Μα όχι ! Θα είναι μόνος στην ερημιά. Τραγούδι φαντασίωσης και εξωπραγματικό. Το τραγούδι συναντάται σαν πολυφωνικό και στην Ήπειρο. Επίσης το βρίσκουμε σε άλλη παραλλαγή στην Πεντάπολη Σερρών.

Ποια είναι εκείνη που κατεβαίνει
μ’ άσπρα ντυμένη απ’ το-ι- βουνό.
Μην είναι εκείνη που αγαπούσα
και ’πιθυμούσα να την ιδώ.

Χρυσό καλάθι κρατεί στα χέρια της,
λουλούδια μάζευε ερωτικά.
Να τα προσφέρει στον εραστή της
που τον αγαπούσε τόσον καιρό.

Η μια λουλούδι κι η άλλη ζουμπούλι
η τρίτη γλάστρα γαρυφαλλιά.
Να παρατήσω αυτόν τον κόσμο
και να πάω να ζήσω εις τα βουνά.

Με χορταράκια να τρέφομαι απ’ τη γη
και με λιοντάρια να πολεμώ.
Κι η μαύρη πλάκα μου φωτιά να βγάζει
και να καίγουν δένδρα με τους καρπούς.

Γω εάν πεθάνω, ποιος θα με κλάψει;
Ποιός θα μ’ αλλάξει τα νεκρικά,
ποιός θα μ’ ανάψει ένα κεράκι,
να με συνοδέψει στην εκκλησιά;

Σημ. Σε κάθε στροφή οι τρίτος και τέταρτος στίχοι επαναλαμβάνονται.

Παραλλαγή Πεντάπολης Σερρών

Από τη Συλλογή του Γεωργίου Λιθαρή « Ότι έμαθα για το χωριό μου». Πεντάπολη 1985.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ

Ποια είναι εκείνη που κατεβαίνει
στ' άσπρα ντυμένη απ΄ το βουνό;
Μην είναι εκείνη που λαχταρούσα
που επιθυμούσα να την ιδώ;

Χρυσό καλάθι κρατάει στα χέρια της
λουλούδια μάζευε απ΄ το βουνό.
Σ΄ αυτό το σπίτι το μαρμαρένιο
το μαρμαρένιο το υψηλό.

Κάθονται μέσα τρεις νεοπούλες
τρεις νεοπούλες της τύχης μου.
Η μια λουλούδι, η άλλη ζουμπούλι,
η τρίτη γλάστρα γαρουφαλιάς.

Θα παρατήσω αυτόν τον κόσμο
θα πάω να ζήσω εις το βουνό
Με χορταράκι της γης θα τρέφομαι
με λιοντάρια θα πολεμώ.

Και η μαύρη πλάκα μου φωτιές θα βγάζει
και θα καίει δέντρα με τους καρπούς.

Η ΜΑΝΝΑ ΠΟΥ ’ΧΕΙ ΤΟΝ Ε-ΓΙΟ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου

Και τι τραγούδι να του πει μωρέ
και τι τραγούδι να του πει,
ν’ αρέσ’ του παλληκάρι.

Η μάννα που ’χει τον ε-γιο μωρέ
η μάννα που ’χει τον ε-γιο
τον πρώτο κανακάρη.

Τον έλουζε, τον χτένιζε μωρέ
τον έλουζε τον χτένιζε
και στο σχολειό τον στέλνει.

Για να μαθαίνει γράμματα μωρέ,
για να μαθαίνει γράμματα,
να γίνει Γραμματάρης.

Κι ο δάσκαλος τον έδερνε μωρέ
κι ο δάσκαλος τον έδερνε
με μια χρυσή βεργίτσα.

Παέν’ στο σπίτι κλαίγοντας μωρέ
παέν’ στο σπίτι κλαίγοντας
κι η μάννα του τον λέει.

Σαν που ’νι γεεμ τα γράμματα μωρέ
σαν που ’νι γεεμ τα γράμματα
σαν που ’νι γεεμ ο νους σου.

Τα γράμματα είναι στο χαρτί μωρέ
τα γράμματα είναι στο χαρτί
κι ο νους πέρα αδειάζει.

Πέρα στις ρούσες, στις ξανθές μωρέ
πέρα στις ρούσες στις ξανθές
πέρα στις μαυρομάτες.

ΨΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Άλλος τίτλος:
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ψες το βράδυ όνειρο είδα
μαύρα μάτια φίλημα.
Φάντασμα παρουσιάσθη,
έμπροσθεν στην κλίνη μου.

Πάω να τη πλησιάσω
και κοντά της να σταθώ.
Το χεράκι της να πιάσω,
γιατί το επιθυμώ.

Μίλησέ με, να σου στείλω
λουλουδάκια απ’ το-ι- βουνό,
να τα βάλεις στο ποτήρι,
να θαρρείς, πως είμαι εγώ.

Μίλησέ με να σου στείλω
μαντηλάκι απ’ το νησί,
γύρω γύρω κεντημένο
και στη μέση εγώ και εσύ.

Σημ. Σε κάθε στροφή οι τρίτος και τέταρτος στίχοι επαναλαμβάνονται.

Ο ΑΪ ΓΙΩΡΓΗΣ
Άλλος τίτλος:
ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟ ΑΓΑΠΗΣΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ

(Είναι παραλλαγή του τραγουδιού της Ανατολικής Θράκης με τον τίτλο «Τουρκόπουλο και Ρωμιοπούλα». Μεταξύ των δύο υπάρχουν μεγάλες διαφορές στους στίχους, όχι όμως στο σύνολό τους. Η κεντρική ιδέα είναι ίδια.).

Ένα μικρό τουρκόπουλο αγάπησε μια χριστιανή.
Αυτός πολύ την αγαπά, μα αυτή δεν τονε θέλει.

Και πιάνει δίπλα τα βουνά κι απάν’ στο κορφοβούνι.
Και τα βουνά τη βγάλανε στο Μέγα Μοναστήρι.

Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου, μεγάλο τ’ όνομά σου.
Αυτή την ώρα κρύψε με, απ’ τα τούρκικα τα χέρια.

Θα σε χρυσώσω με χρυσά, θ’ ανάβω τα καντήλια.
Ανοίξανε τα μάρμαρα κι η κόρη μπαίνει μέσα.

Να και ο Τούρκος έφτασε καβάλα στ’ άλογό του.
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου μεγάλο τ’ όνομά σου.

Αυτή την κόρη βγάλτην ε , εγώ την αγαπάω.
Θα βαπτιστώ Χριστιανός, θα πάρω τα’ όνομά σου.

Θα κουβαλώ τα λάδια σου σε βουβαλένιο δέρμα.
Ανοίξανε τα μάρμαρα κι η κόρη βγαίνει έξω.

Απ’ τα μαλλιά την άρπαξε κι η κόρη κλαίει και σκούζει.
Άσε με Τούρκε απ’ τα μαλλιά και πιάσε με απ’ τα χέρια.

Έχω δυο λόγια για να ειπώ στο Μέγα Άγιο Γιώργη.
Πώς παραδίνει χριστιανή στα τούρκικα τα χέρια;

Πώς παραδίνει Χριστιανή στα τούρκικα τα χέρια;
Δεν είναι κρίμα κι άδικο μια κόρη να τουρκέψει;

ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΑ

Ανατολικής Θράκης

Σχόλιο.
Το τραγούδι αυτό αναφέρεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας.. Ένα Τουρκόπουλο, που υπηρετεί χρόνια «στο τουρκικό τ’ ασκέρι» είναι ερωτευμένο με μια Ρωμιοπούλα. Η ομολογία της αγάπης του προκαλεί την αρνητική αντίδραση της χριστιανής Ρωμιοπούλας, που καταφεύγει στην εκκλησία του «αφέντη Αϊ Γιώργη του Συριανού», ψηλά στα βουνά κτισμένη. Το Τουρκόπουλο με υποσχέσεις για αλλαξοπιστία, με τάματα πείθει τον Άγιο να του παραδώσει την αγαπημένη του. Στο τέλος όμως χλευάζει τον Άγιο, που εισάκουσε τις υποσχέσεις του. Φυσικά, χωρίς να λέγεται, όμως εξυπακούεται ότι μια τέτοια αγάπη δεν ολοκληρώνεται στο τέλος. Η αντίσταση της Ρωμιοπούλας, η απόρριψη των προτάσεων του αλλοθρήσκου είναι τελικά ο θρίαμβος της πιστής κόρης.

«Δώδεκα χρόνια έκανα στο τουρκικό τ’ ασκέρι,
μια Ρωμιοπούλα αγάπησα και θέλω να την πάρω».
Κι η Ρωμιοπούλα τ’ άκουσε, σηκώνεται και φεύγει.
Πιάνει λαγκάδια και βουνά μπροστά στον Άγιο Γιώργη.
«Αφέντη Γιώργη, Συριανέ, κρύψε μ’ αυτή την ώρα ».
Ανοίξαν τ’ άγια μάρμαρα, κρύψαν την κοπελούδα.

Και το Τουρκόπουλο το έμαθε σηκώνεται και φεύγει με το πολύ τ’ ασκέρι.
Πιάνει λαγκάδια και βουνά μπροστά στον Άγιο Γιώργη.
«Αφέντη Γιώργη Συριανέ, δώσ’ μου την κοπελούδα.
Θα φέρω οκάδες το κερί, διπλό και το λιβάνι,
με τα βουβαλοτόμαρα θα κουβαλώ το λάδι.
στη χάρη σου να βαφτιστώ, Γιώργη τ’ όνομά μου».

Ανοίξαν τ’ άγια μάρμαρα, βγάλαν την κοπελούδα.
«Δεν είδα άγιο ψεύτικο, ψεύτη και κατεργάρη
να παραδίνει τις Ρωμιές στα τούρκικα τα χέρια!»

ΤΑ ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ

Σχόλιο
Το τραγούδι που ακολουθεί δημιουργήθηκε το 1941-43 στη Βουλγαρία Στιχουργός και συνθέτης ήταν ο Μπατής Γεώργιος από την Πρώτη Σερρών.
Τα ντουρντουβάκια, ήταν όμηροι Σέρβοι και Έλληνες, νέοι κυρίως 18-20 ετών από τα χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης. Τα μάζευαν οι Βούλγαροι τα χρόνια της τελευταίας κατοχής από το 1941 μέχρι και το 1943 και τα οδηγούσαν στη Βουλγαρία σε καταναγκαστικές εργασίες. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μακαριστός Παπα Πασχάλης Κεχλιμπάρης που έφερε το τραγούδι στο χωριό.

Μάννα μου, όταν με γέννησες,
γιατί δε μ’ έκανες μια πέτρα.
Μα τώρα που μεγάλωσα
τα βάσανά μου μέτρα.

Στα τρένα μας εβάλανε
σε βρώμικα βαγόνια
και στο σφιτσί βρατσς(ι) τα βουνά,
εκεί μας τυραννάνε.

Εκεί μαννούλα μου γλυκιά
πουλάκια δε λαλούνε.
Μόν’ οι καημένοι Σέρβοι
και της Ελλάδος τα παιδιά.

Δώδεκα ώρες στη δουλειά
μ’ ένα ξερό ψωμάκι
και το τσαντήρι όλο νερό,
μου λιώνει το κορμάκι.

Σημ. Οι δυο τελευταίοι στίχοι κάθε στροφής επαναλαμβάνονται.

ΕΚΛΕΨΑΝ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

Το καροτσάκι ήρθε με τ’ άσπρα αλόγατα.
Έκλεψαν την Ελένη μαμμά τα ξημερώματα.

Δεν ήταν μόνο ένας, δεν ήταν μόνο δύο,
μόν’ ήταν τρεις χιλιάδες μαμμά, Τούρκοι και βάρβαροι.

Την κλέψαν και την πήγαν στα έρημα βουνά.
Έκλεψαν την Ελένη μαμμά στα ξημερώματα.

Όλα τα κοριτσάκια παίζουν κα χαίρονται,
μόν’ η καημένη Ελένη μαμμά κλαίει και δέρνεται.

Όλα τα κοριτσάκια πάνε στην εκκλησιά,
μόν’ η καημένη Ελένη μαμμά δεν έχει φορεσιά.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται

ΑΚΟΥΣ ΜΑΝΝΑ ΜΟΥ, ΑΚΟΥΣ

Ακούς μανά μ’ ακούς μανά
τι λέει ο άντρας μου.
Θέλει να με σκοτώσει,
κρίμα στα νιάτα μου.

Γι’ αυτά τα λόγια που μου λέει,
μ’ αυτά με σκότωνε.
Σε μια ώρα και μισή
θα το μετανιώσει.

Και όταν την κατέβασαν
από τη σκάλα της,
στο αίμα βουτηγμένο
το μαξιλάρι της.

Και όταν την επέρασαν
από το μαχαλά,
κορίτσια και γυναίκες
τραβούσαν τα μαλλιά.

Και όταν την επέρασαν
από το Βασιλιά
κι ο βασιλιάς ερώτα
Ποια είναι αυτή η νια;

Αυτή είναι η όμορφη
που ’χει τρία παιδιά.
Το ένα στην αγκαλιά
και τ’ άλλο στην ποδιά.

Το τρίτο της κατόπι
τη φώναζε μαμμά.

ΒΟΣΚΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ

Βοσκός γκρεμό πάει
(ή γκρεμούς σπάει),
πρόβατα βοσκάει,
πρόβατα βοσκάει
και τραγούδια λέει

(ή και φλογέρα παίζει
και φλογέρα παίζει
και τραγούδια λέει).

Και τραγούδια λέει
και στην κόρη ομιλεί.
Ε ! Γύρισε κόρη,
κόρη σε ιδώ.

Να σε ιδώ κόρη,
τ’ άσπρο πρόσωπό σου,
τ’ άσπρο πρόσωπό σου,
άσπρο σαν το γάλα.

Τα μαύρα σου μάτια,
μαύρα σαν κεράσια.
Τα μαύρα σου φρύδια,
μαύρα σαν γαϊτάνια.

ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ ΣΤΑ ΣΕΡΡΑΣ
Άλλος τίτλος:
ΕΜΑΘΑΤΕ ΤΙ ΕΓΙΝΕ

Εμάθατε τι έγινε
εις το σταθμό στα Σέρρας.
Μια νέα αυτοκτόνησε*
κρυφά κι απ’ τον πατέρα της.

Στο δρόμο που πηγαίνανε
Θανάσης και Μαρία
και την εδολοφόνησε*
η ώρα δέκα νύχτα.

Θαρρούσα πως μ’ αγάπαγες
και θέλεις να με πάρεις.
Μα συ στα τρένα μ’ έφερες
για να με θανατώσεις.

Έτσι μου ήτανε γραφτό,
μες στη γραμμή να πέσω
και το ωραίο σώμα μου
στα σίδερα να λιώσει.

* Ασυναρτησίες
Σημ. Οι δυο τελευταίοι στίχοι κάθε στροφής επαναλαμβάνονται.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΛΑ

Που ’σαν Παναγιωτούλα μου
τόσον καιρό χαμένη.

Πήγα να μάσω λάχανα
με όλα τα κορίτσια.

Κι εκεί καρτέρι μου ’βαλαν
πεντ’ έξι παλληκάρια.

Ένας με πιάνει απ’ τα μαλλιά
και άλλος απ’ τα χέρια.

Πιάστε το δράκο μάννα μου
το φοβερό το κλέφτη.

Αυτός θα σώσει απ΄ τη Τουρκιά
με όλα τα ντουφέκια.

Σημ. Ο πρώτος στίχος κάθε δίστιχου τρεις φορές και ο δεύτερος δυο φορές.

ΚΟΡΗ ΠΟΥ ΥΦΑΙΝΕΙ ΣΤΟ ΑΡΓΑΛΕΙΟ

Κόρη που υφαι….κόρη που υφαίνει στο αργαλειό,
υφαίνει και ξυφαίνει και το νου της ξετρελαίνει.

Μεταξωτό-μεταξωτό είναι το πανί,
μεταξωτό το χτένι και η κόρη που το υφαίνει.

Πάρε Μαριώ-πάρε Μαριώ την ρόκα σου.
Που το ’κανες το δράχτι με βάσανα κι αγάπη.

Ας πάνε και ας πάνε όσοι δούλευαν,
όσα ’χουν δουλεμένα κόρη εγώ για σένα.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

ΦΥΓΕ, ΦΥΓΕ ΚΑΛΕ ΙΩΑΝΝΑ

Φύγε, φύγε καλέ Ιωάννα,
άντε φύγε, φύγε καλέ Ιωάννα, να φύγουμε.

Πανί έχω λεβέντη Γιώργη,
άντε πανί έχω λεβέντη Γιώργη στο αργαλειό.

Άφησέ το καλέ Ιωάννα,
άντε άφησέ το καλέ Ιωάννα στη μάννα σου.

Να υφαίνει καλέ Ιωάννα,
άντε να υφαίνει καλέ Ιωάννα και να κλαίει.

Φύγε, φύγε καλέ Ιωάννα,
Άντε φύγε, φύγε καλέ Ιωάννα να φύγουμε.

Φούστα έχω λεβέντη Γιώργη,
άντε φούστα έχω λεβέντη Γιώργη, να κεντήσω.

Άφησέ την καλέ Ιωάννα,
άντε άφησέ την καλέ Ιωάννα στην αδερφή.

Να κεντάει καλέ Ιωάννα,
άντε να κεντάει καλέ Ιωάννα και να κλαίει

Σημ. Κάθε δεύτερος στίχος επαναλαμβάνεται.

ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΡΟΔΙΑ ΜΑΖΕΥΕ

Μια κόρη, μια κόρη ρόδια μάζευε.}δις
Μια κόρη ρόδια μάζευε και τα κορφολογούσε
και τα κορφολογούσε.

Του Ρήγα, του Ρήγα γιος επέρασε.}δις
Του ρήγα γιος επέρασε απ’ το λαγοκυνήγι,
απ’ το λαγοκυνήγι.

Δυο ρόδια, δυο ρόδια την εζήτησε.}δις
Δυο ρόδια την εζήτησε, τέσσερα τον ε δίνει,
τέσσερα τον ε δίνει.

Κι εκείνος την εχάρισε.}δις
Κι εκείνος τηνν εχάρισε διαμάντι δαχτυλίδι,
διαμάντι δαχτυλίδι.

Και η κόρη - και η κόρη χαμογέλασε.}δις
Και η κόρη χαμογέλασε, το φίλησε το χέρι,
το φίλησε το χέρι.

ΚΛΑΨΕ ΚΟΡΗ, ΝΑ ΚΛΑΨΟΥΜΕ

Σχόλιο.
Το τραγουδούσανε κορίτσια και κυρίως αρραβωνιασμένα, όταν έφευγε ο αγαπημένος τους στρατιώτης, αλλά και κατά τη διάρκεια της θητείας τους.

Κλάψε κόρη, να κλάψουμε αγάπη μου,
κλάψε κόρη, να κλάψουμε.

Συ για μένα, εγώ για σένα αγάπη μου,
συ για μένα, εγώ για σένα.

Τώρα που θα πάω στο στρατό αγάπη μου,
τώρα που θα πάω στο στρατό.

Στο στρατό στη Κωνσταντινούπολη αγάπη μου,
στο στρατό στην Κωνσταντινούπολη.

Θα σου γράφω γραμματάκια αγάπη μου,
θα σου γράφω γραμματάκια.

Να τα διαβάζεις και να κλαις αγάπη μου,
να τα διαβάζεις και να κλαίς.

Όταν θα δεις ψιλή βροχή αγάπη μου,
όταν θα δεις ψιλή βροχή,

είναι τα δικά μου δάκρυα αγάπη μου,
είναι τα δικά μου δάκρυα.

Όταν θα δεις πυκνή ομίχλη αγάπη μου,
όταν θα δεις πυκνή ομίχλη,

είναι οι δικοί μου στεναγμοί αγάπη μου,
είναι οι δικοί μου στεναγμοί.

Όταν θα δεις ήλιος λαμπρός αγάπη μου,
όταν θα δεις ήλιος λαμπρός,

είναι η δική μου χαρά αγάπη μου,
είναι η δική μου χαρά.

Σατιρικά-σκωπτικά

ΜΙΑ ΜΑΝΝΑ ΕΙΧΕ ΤΡΕΙΣ ΚΑΛΕΣ ΚΟΡΕΣ

Μια μάννα είχε καλέ τρεις καλές κόρες,
τρεις καλές κόρες.
Συλλογιέται καλέ, που να τις δώσει,
που να τις δώσει.
Την πρώτη έδωσε καλέ στον πρώτο πλούσιο,
στον πρώτο πλούσιο.
Πλούσιος είναι καλέ, ψωμί δεν έχει,
ψωμί δεν έχει.
Τη δεύτερη έδωσε καλέ στον πρώτο ράφτη,
στον πρώτο ράφτη.
Ράφτης είναι καλέ, ρούχα δεν έχει,
ρούχα δεν έχει.
Τη τρίτη έδωσε καλέ στον πρώτο τσάγκαρη,
στον πρώτο τσάγκαρη.
Τσαγκάρης είναι καλέ, παπούτσ’ δεν έχει,
παπούτσ’ δεν έχει.

ΚΑΛΑ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΓΑΜΠΡΕ

Σχόλιο.
«Καλά να βλέπεις γαμπρέ» Λέγεται με την έννοια, να προσέχεις, να έχεις το νου σου, να εκτιμάς, να φροντίζεις τη νύφη γιατί είναι μικρή. Είναι γνωστό, πως σε πολύ μικρή ηλικία πάντρευαν την κοπέλα. Ανήλικη, άπειρη παιδούλα ήταν και στο νέο σπιτικό της είχε ανάγκη της προστασίας και της βοήθειας του άντρα της , για να την εισάγει στο νέο τρόπο ζωής και στα καθήκοντά της. Και αυτό το υπενθύμιζαν οι ηλικιωμένοι στο γαμπρό την ημέρα του γάμου τραγουδώντας αυτό τραγούδι με έναν εύθυμο τρόπο, αφού άλλωστε η μέρα του γάμου ήταν ημέρα χαράς και αγάπης.

Καλά να βλέπεις γαμπρέ , τη καλή μας νύφη.
Δεν ’νι μαθημένη γαμπρέ, παιδούλα να δουλεύει.
Παιδούλα να δουλεύει γαμπρέ, τσάπα να τσαπίζει.
Τσάπα να τσαπίζει γαμπρέ, το θέρος να θερίζει.
Είνι μαθημένη γαμπρέ, στο σπίτι να καθίζει.
Στο σπίτι να καθίζει γαμπρέ, καφέ να προσφέρει.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ

Δώδεκα χρόνια στο Στρατό, στη Λάρισα, στον Τύρναβο,
μες στη γραμμή βαλμένος, πως τα πέρασες καημένος.
Κανείς δεν έχει να με δει, τρέχουν τα δάκρυα σα βροχή,
κανείς απ’ τους δικούς μας συγγενείς και ξάδερφούς μας.
Μόνο μια νέα που αγαπώ κι αυτή γράμμα, γραφή μου στέλνει,
γράμμα, γραφή μου στέλνει και κρυφά μου παραγγέλνει.
Ξένε, στα ξένα πώς περνάς; Πώς μαγειρεύεις και ξυπνάς;
Ποιος σε στρώνει και κοιμάσαι και για μένα δε θυμάσαι;
Στρώνω τη κουβερτούλα μου, καημό που ’χει η καρδούλα μου!
Τη στρώνω και κοιμάμαι και για σένα όλο θυμάμαι.
Στείλε το μαντηλάκι σου το χρυσοκεντημένο,
στείλε μου, να σου το πλύνω, με τα δάκρυα που χύνω.

Σημ. Κάθε δεύτερος στίχος επαναλαμβάνεται.

ΓΛΥΚΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΜΟΥ

Γλυκό μοναστηράκι μου, όταν σε βάζει ο νους μου,
γονείς κι αδέρφια λησμονώ και όλους τους δικούς μου.
Όταν φυσάει ο ζέφυρος στα υψηλά σου μέρη,
χαίρε ευφραίνου έρημος στων μοναστηριών τα μέρη.
Φεύγω μανούλα μου γλυκιά και πάω να μονάσω,
δώσε μου την ευχούλα σου τον κόσμο να μη χάσω.
Φεύγω και τρέχω για να βρω τη θύρα ανοιγμένη,
μήπως νυστάξω ο φτωχός και τηνε βρω κλεισμένη.
Μη λες πως δε σε αγαπώ μανούλα πως σ’ αφήνω,
ήτανε θέλημα Θεού καλόγερος να γίνω.
Σου το ’λεγα από καιρό μανούλα πως θα φύγω,
σε μοναστήρι να κλειστώ και μοναχός να γίνω.
Φεύγω μανούλα μου γλυκιά και δώσ’ μου την ευχή σου
και πες πως δε με γέννησες, δεν είμαι πια παιδί σου.

ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ

Σε τούτο το σπιτάκι,
σε τούτο το ψηλό,

αγαπώ ένα κοριτσάκι
ως 18 χρονώ.

Στο δρόμο που επήγαινα,
βρίσκω και μια μηλιά

με μήλα φορτωμένη
και επάνω μια ξανθιά.

Ξανθιά κατέβα κάτω,
δυο λόγια να σου ειπώ.

Δεν κατεβαίνω κάτω,
γιατί είμαι Εβραίισσα.

Έχω μπαμπά Εβραίο
και μάννα Χριστιανή.

Σημ. Σε κάθε δίστιχο, ο πρώτος στίχος τρεις φορές
κι ο δεύτερος δύο.

ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΡΦΕΣ

Τρεις αδερφές, τρεις αδερφές κι αν ήμασταν
και οι τρεις αγαπημένες, έλα εδώ μικρή μελαχροινή.

Τα δυ..καλέ τα δύο παντρευτήκανε
και πήραν παλληκάρια, έλα εδώ μικρή μελαχροινή.

Και εγώ καλέ και εγώ μικρή παντρεύτηκα
και πήρα μαραζιάρη, έλα εδώ μικρή μελαχροινή.

Του στρω..καλέ του στρώνω πέντε στρώματα
και πέντε μαξιλάρια, έλα εδώ μικρή μελαχροινή.

Σήκω μαρα…σήκω μαράζι κι άλλαξε,
σήκω γκρεμίσου, πέσε, έλα εδώ μικρή μελαχροινή.

Απ’ τα ψηλά, απ’ τα ψηλά να γκρεμιστείς,
στα χαμηλά να πέσεις, έλα εδώ μικρή μελαχροινή.

Σαν το γυαλί σαν το γυαλί να τσακιστείς,
σαν το κερί να λιώσεις, έλα εδώ μικρή μελαχροινή.

Σημ. Κάθε στίχος επαναλαμβάνεται.

ΜΗΤΡΟΥΣΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Παραλλαγή Βαμβακοφύτου

Μητρούσης Καπετάνιος
Θεόν παρακαλεί,
να έμπει μες στα Σέρρας,
να σύρει το σπαθί.
Ωχ αμάν! Να σύρει το σπαθί.

Και έγραψαν στη Πόλη
στον Τούρκο βασιλιά,
να κάψουνε τα Σέρρας
και όλα τα παιδιά.
Ωχ αμάν ! Και όλα τα παιδιά.

Κι αυτός τους απαντάει:
Τα Σέρρας μην καούν,
μονάχα τον Μητρούση
τον θέλω ζωντανό.
Ωχ αμάν ! Τον θέλω ζωντανό.

Όλα τα βόλια που ’χω, όλα τα πετώ.
Μόνο το τελευταίο,
για μένα το κρατώ
να μην παραδοθώ.
Ωχ αμάν! Να μην παραδοθώ.

Δεκατέσσρες Ιουλίου
Σαββάτο η ώρα οχτώ,
επιάσαν τον Μητρούση
μες στο καμπαναριό.
Ωχ αμάν ! Μες στο καμπαναριό.

Μην κλαις γλυκιά μανούλα,
γιατί θα σκοτωθώ
και πίσω μου αφήνω
τ’ αδέρφια δυνατά.
Ωχ αμάν ! Τ’ αδέρφια δυνατά.

Χτυπάτε παλληκάρια,
βαράτε βρε παιδιά,
το αίμα μας να χύσουμε
για την ελευθεριά.
Ωχ αμάν ! Για την ελευθεριά.

ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΗΤΡΟΥΣΗΣ

Α΄Παραλλαγή Σερρών (Χ. Σταματίου)

Μητρούσης Καπετάνιος
Θεόν παρακαλεί,
να έμπει μες στα Σέρρας,
να σύρει το σπαθί.
Ωχ αμάν! Να σύρει το σπαθί.

Φερμάν από την Πόλη,
φερμάν απ’ τον Πασά,
να κάψουνε τα Σέρρας,
για πέντε έξι παιδιά.
Ωχ αμάν! Για πέντε έξι παιδιά.

Δεκατέσσρες Ιουλίου
Σαββάτο η ώρα οχτώ,
κυκλώσαν τον Μητρούση
μες στο καμπαναριό.
Ωχ αμάν! Μες στο καμπαναριό.

Όλα τα βόλια ρίχνω
μον’ ένα το κρατώ,
μον’ ένα το κρατάω,
δεν θα παραδοθώ.
Ωχ αμάν ! Δεν θα παραδοθώ.

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥΣΗ ΓΚΟΓΚΟΛΑΚΗ

Β΄Παραλλαγή Σερρών( Χειρόγραφο Γ. Καλαμαρτζή).

Μητρούσης Καπετάνιος Θεόν παρακαλεί
να έμπει μες στα Σέρρας να σύρει το σπαθί.
Τηλέγραφο απ’ την Πόλη φιρμάν του βασιλιά:
Να κάψουνε τα Σέρρας για πέντ’ ’εξι παιδιά.

Πασάδες μιντουρίδες* και ο μοντέ Σαρίφ
«Τεσλίμ ολ* μπρε Μητρούση» όλοι φωνάζουνε.
«Κάνε τεσλίμ* Μητρούση για να γλυτώσετε»
«Εγώ τεσλίμ δεν κάνω, δεν παραδίνομαι.
Τεσλίμ όποιος θα γίνει σε τούτα τα σκυλιά,
έρχεται κάποια μέρα τον ψήνουν στη φωτιά.
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
Παρά σαράντα χρόνια σκλαβια και φυλακή.»

*Πασάδες μιντουρίδες
Τούρκοι βαθμούχοι
Τεσλίμ*
Τεσλίμ όλ, σημαίνει πρόσκληση προς παράδοση.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ

Να ζήσει η νυ - Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός,
να ζήσει κι ο κουμπάρος, να στεφανώσει κι άλλους.
Χαρά στα μα - Χαρά στα μάτια του γαμπρού,
που διάλεξε τη νύφη, το πιο όμορφο κορίτσι.

Νύφη στο σπι - Νύφη στο σπίτι που θα πας,
να ξέρεις να μιλήσεις, να ξέρεις να απαντήσεις.
Στον πεθερό - Στον πεθερό, στην πεθερά
γλυκά να τους μιλήσεις, να τους ευχαριστήσεις.

Βάλε νύφη - Βάλε νύφη το βέλο σου
και κάνε το σταυρό σου, να ζει το στέφανό σου.
Κουμπάρα που - Κουμπάρα που στεφάνωσες
τα δύο κυπαρίσσια, του χρόνου και βαφτίσια.

Να τους χαρι - Να τους χαρίσει ο Θεός
αγγελικά παιδάκια όλο σγουρά μαλλάκια.

Σχόλιο.
Η δεύτερη στροφή τραγουδιέται και στην παρακάτω παραλλαγή.

Νύφη στο σπίτι που θα πας, να ξέρεις να μιλήσεις,
να ξέρεις ν’ απαντήσεις. Γλυκά να τους μιλήσεις,
γλυκά να τους απαντήσεις, να μην τους στεναχωρήσεις.

Ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΚΙ Η ΠΟΥΛΙΑ

Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε, καλέ σήμερα
πολλοί είναι μαζεμένοι, σαν τι χαρά θα γένει.
Παντρεύεται ο Αυγερινός, καλέ σήμερα,
την πούλια κάνει ταίρι και τ’ άστρα συμπεθέροι.
Νύφη όσο τ’ αγόρασες, καλέ σήμερα,
αυτό το παλληκάρι, να τ’ αγοράσουν κι άλλοι.
Χίλια φλουριά τ’ αγόρασα, καλέ σήμερα
και πεντακόσια γρόσια για την καλή του γλώσσα.